Μπέτι Κάθμπερτ: Το «χρυσό» κορίτσι της Αυστραλίας στα σπριντ

Όταν ήταν οκτώ ετών η Μπέτι Κάθμπερτ νίκησε αγόρια και κορίτσια σε σχολικό αγώνα ταχύτητας, τρέχοντας ξυπόλητη. Δέκα χρόνια αργότερα, στις 30 Νοεμβρίου 1956, η Αυστραλή αθλήτρια ολοκλήρωσε ένα εντυπωσιακό νταμπλ χρυσών ολυμπιακών μεταλλίων στα 100 και τα 200 μ.

Επτά δεκαετίες έχουν περάσει από τα κατορθώματα της Μπέτι Κάθμπερτ στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μελβούρνης, όμως το όνομά της δεν λείπει από καμία συζήτηση γύρω απ’ το ποια είναι η κορυφαία Αυστραλή αθλήτρια στίβου όλων των εποχών.

Δεν έχει σημασία που οι ειδικοί που αξιολογούν τις υποψήφιες δεν την πρόλαβαν να αγωνίζεται – για την ακρίβεια, δεν βρίσκονταν καν στα σχέδια των γονιών της όταν διέπρεπε στους στίβους. Έχουν μεγαλώσει ακούγοντας ιστορίες για αυτήν τη μεγάλη σπρίντερ, η οποία ήταν μόλις 18 ετών στις 30 Νοεμβρίου 1956 όταν ολοκλήρωσε ένα εντυπωσιακό νταμπλ χρυσών μεταλλίων. Τότε που κέρδισε και τον τελικό των 200 μ., τέσσερις ημέρες μετά τον θρίαμβό της στα 100 μ.!

Το «χρυσό κορίτσι» με τα ατίθασα ξανθά μαλλιά και τον μεγάλο διασκελισμό κατέκτησε και τρίτο χρυσό μία ημέρα αργότερα, στη σκυταλοδρομία 4×100 μ. και ήταν χωρίς αμφιβολία η κορυφαία μορφή της Αυστραλίας στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες που διοργανώθηκαν στα εδάφη της. Έμελλε, ωστόσο, να γιγαντώσει τον μύθο της, οκτώ χρόνια αργότερα στο Τόκιο, όταν κέρδισε το χρυσό μετάλλιο και στο νέο της αγώνισμα, τα 400 μ.

Η Κάθμπερτ παραμένει η μοναδική αθλήτρια στην ολυμπιακή ιστορία που έχει ανέβει στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου στα 100, τα 200 και 400 μέτρα, ενώ ήταν μόλις η δεύτερη που κατέκτησε χρυσά μετάλλια σε τέσσερα διαφορετικά δρομικά αγωνίσματα. Η πρώτη ήταν η Ολλανδή Φάνι Μπλάνκερς-Κουν, με την οποία έμοιαζε τόσο εμφανισιακά (κι εκείνη είχε κοντά ξανθά μαλλιά και μακριά πόδια) όσο και στο στιλ τρεξίματος.

Η διαφορά με την «Ιπτάμενη Νοικοκυρά» ήταν ότι η Κάθμπερτ έτρεχε πάντοτε… με το στόμα ανοιχτό. Κάτι που αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν της, αλλά είχε προκαλέσει απορίες, έως και επικρίσεις, αφού επέτρεπε την εισπνοή μεγαλύτερης ποσότητας αέρα και θα μπορούσε να επηρεάσει την απόδοσή της. Μπορεί και να την είχε επηρεάσει, δηλαδή, αλλά να μην είχε γίνει αντιληπτό μια και όταν ήταν στα καλά της δεν «έβλεπε» καμία αντίπαλο.

Έτρεχε ξυπόλητη στο σχολείο

Η Μπέτι Κάθμπερτ γεννήθηκε στις 20 Απριλίου 1938 στο Έρμινγκτον της Νέας Νότιας Ουαλίας και κατάλαβε ότι ήταν προορισμένη να διαπρέψει στο τρέξιμο από πολύ μικρή. Ήταν μόλις οκτώ ετών όταν κέρδισε έναν αγώνα κόντρα σε αγόρια και κορίτσια στο σχολείο της τρέχοντας ξυπόλητη – όπως και τα υπόλοιπα παιδιά – κι ένας δάσκαλος της την ενθάρρυνε να καλλιεργήσει το ταλέντο της στους δρόμους ταχύτητας.

Τότε, βέβαια, δεν μπορούσε να αρχίσει συστηματική προπόνηση με σκοπό τον πρωταθλητισμό. Πήρε, ωστόσο, μέρος σε επίσημους σχολικούς αγώνες όπου βγήκε πρώτη στις 50 και τις 75 γυάρδες, αλλά και στο άλμα εις ύψος. Και σιγά-σιγά λάτρεψε το τρέξιμο. Πήγαινε τρέχοντας στο σχολείο, έτρεχε με κάθε ευκαιρία στο προαύλιο στα διαλείμματα και με τον ίδιο τρόπο επέστρεφε το μεσημέρι στο σπίτι της, δίπλα στο οποίο έδρευε και ο παιδικός σταθμός που διατηρούσαν οι γονείς της. Μόλις τελείωνε τις σχολικές εργασίες της, άρχιζε το παιχνίδι στη γειτονιά μέχρι να βραδιάσει. Και φυσικά έτρεχε. Έτρεχε ασταμάτητα.

Από κοντά την ακολουθούσε και η δίδυμη αδελφή της, Μαρί, η οποία ήταν επίσης προικισμένη με το χάρισμα της ταχύτητας στα πόδια, αλλά δεν μπόρεσε να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι θα τερμάτιζε πάντοτε πίσω της και δεν ασχολήθηκε με τον αθλητισμό. Η Μπέτι, αντίθετα, άρχισε να κατακτά τρόπαια στους σχολικούς αγώνες κι όσο μεγάλωνε, γινόταν όλο και καλύτερη. Καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξή της έπαιξε και η γνωριμία της με την Τζουν Φέργκιουσον, ασημένια ολυμπιονίκη το 1948 με την ομάδα σκυταλοδρομίας 4×100 της Αυστραλίας, την οποία είχε καθηγήτρια φυσικής αγωγής στο γυμνάσιο της Παραμάτα.

Η Φέργκιουσον ήταν αυτή που την παρότρυνε να εγγραφεί στον σύλλογο στον οποίο εργαζόταν ως προπονήτρια (Western Suburbs Athletics Club) κι από τότε η Κάθμπερτ άρχισε τη συστηματική εξάσκηση με στόχο την κορυφή του κόσμου. Οι σκληροί αγώνες με άλλες ταλαντούχες σπρίντερ που είχαν προοπτικές για να κάνουν πρωταθλητισμό, όπως η Φλερ Μέλορ, η Γκλόρια Κουκ και κυρίως η Μάρλιν Μάθιους, τη βοήθησαν να γίνει ακόμα καλύτερη.

Είχε πλέον επικεντρωθεί στις 100 και τις 220 γυάρδες, αποστάσεις σχεδόν ίδιες με τα 100 και τα 200 μέτρα όπου είχε κερδίσει χρυσά μετάλλια η συμπατριώτισσά της, Μάρτζορι Τζάκσον, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1952 στο Ελσίνκι. Αυτό ήταν και το μεγάλο της όνειρο για το 1956.

Ο τριπλός θρίαμβος στη Μελβούρνη

Αν και ως αθλήτρια η Κάθμπερτ δεν… χαμπάριαζε από συναισθήματα, ως χαρακτήρας παρέμενε υπερβολικά σεμνή. Δεν πίστευε, λοιπόν, ότι θα κατάφερνε να συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες που για πρώτη φορά φιλοξενούσε η πατρίδα της και είχε φροντίσει μήνες νωρίτερα να αγοράσει εισιτήρια. Για να μπορέσει, τουλάχιστον, να τους παρακολουθήσει διά ζώσης.

Τα πράγματα, όμως, εξελίχθηκαν πολύ καλύτερα απ’ ό,τι φανταζόταν. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1956 κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ των 200 μ. με 23.2 στο Σίδνεϊ και έναν μήνα αργότερα πρώτευσε στους αγώνες πρόκρισης της Αυστραλίας και στα δύο αγωνίσματα των σπριντ, κερδίζοντας αυτοδίκαια θέση και στην ομάδα σκυταλοδρομίας 4×100.

Από την πρώτη της κιόλας κούρσα των προκριματικών των 100 μ., που διεξήχθη το πρωί της 24ης Νοεμβρίου 1956, η Κάθμπερτ παρουσιάστηκε σε δαιμονιώδη φόρμα και κατέρριψε το ολυμπιακό ρεκόρ με 11.4. Το απόγευμα έμεινε δεύτερη στον ημιτελικό πίσω από την Ανατολικογερμανίδα Κρίστα Στούμπνικ (12.0 έναντι 11.9), αλλά αποδείχθηκε πως είχε κρατήσει το καλύτερο για τον τελικό, που διεξήχθη δύο ημέρες αργότερα.

Με εκπληκτική επιτάχυνση στο δεύτερο κομμάτι της κούρσας, η Κάθμπερτ τερμάτισε καθαρά πρώτη με 11.5, αφήνοντας δεύτερη τη Στούμπνικ (11.7) και τρίτη με τον ίδιο χρόνο τη συναθλήτρια της στο Wests, Μάθιους. Οι δεκάδες χιλιάδες φίλαθλοι που είχαν κατακλύσει την κερκίδα του Ολυμπιακού Σταδίου της Μελβούρνης αποθέωναν το νέο αθλητικό ίνδαλμα της χώρας.

Πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι είχε πετύχει, η Κάθμπερτ ρίχτηκε στη μάχη των 200 μ. Ήταν πιο δυνατή σ’ αυτό το αγώνισμα και με την ψυχολογία στα ουράνια πέρασε με… περίπατο τον προκριματικό και τον ημιτελικό και στον τελικό «απογειώθηκε». Με χρόνο 23.4, ελάχιστα πιο αργό απ’ το παγκόσμιο ρεκόρ της, άφησε ξανά δεύτερη τη Στούμπνικ (23.7) και τρίτη τη Μάθιους (23.8).

Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων που οι ίδιες τρεις αθλήτριες ανέβηκαν στο βάθρο με την ίδια σειρά και στα 100 και στα 200 μέτρα! Την 1η Δεκεμβρίου η Κάθμπερτ κέρδισε και τρίτο χρυσό μετάλλιο με την ομάδα σκυταλοδρομίας 4×100 (με χρόνο 44.5 που ήταν νέο παγκόσμιο ρεκόρ) και ήταν πλέον το απόλυτο αθλητικό ίνδαλμα της Αυστραλίας. Το «χρυσό κορίτσι» της χώρας, όπως την έλεγαν όλοι.

Ο καταποντισμός στη Ρώμη

Το μέλλον για τη 18χρονη αθλήτρια προδιαγραφόταν λαμπρό και εκείνη στάθηκε αντάξια των προσδοκιών. Το 1958 σημείωσε παγκόσμια ρεκόρ στις 100 και τις 220 γυάρδες, όμως ηττήθηκε και στις δύο αποστάσεις από τη Μάθιους (που πλέον είχε παντρευτεί και ονομαζόταν Γουίλαρντ) στο Αυστραλιανό Πρωτάθλημα. Το ίδιο συνέβη και στους Αγώνες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, όπου μάλιστα η Κάθμπερτ τερμάτισε δεύτερη μόνο στις 220 γυάρδες (και τέταρτη στις 100).

Την ίδια περίοδο άρχισε να πειραματίζεται και στις 440 γυάρδες και στην τέταρτη μόλις κούρσα που έτρεξε, τον Ιανουάριο του 1959, ισοφάρισε το παγκόσμιο ρεκόρ με 55.6. Ήταν το πρώτο σημάδι γι’ αυτό που θα ακολουθούσε, όμως εκείνη τη στιγμή ούτε η ίδια ούτε η προπονήτριά της συζητούσαν το ενδεχόμενο να αφήσουν τα σπριντ. Βασικός στόχος παρέμενε η διατήρηση των σκήπτρων στα 100 και τα 200 μ. στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1960 στη Ρώμη.

Ωστόσο, οι τραυματισμοί που αντιμετώπισε η Κάθμπερτ δεν της επέτρεψαν να προετοιμαστεί όπως ήθελε για το μεγάλο ραντεβού. Συν τοις άλλοις, υπέστη θλάση κατά τη διάρκεια του προημιτελικού των 100 μ. και τερμάτισε τέταρτη, μένοντας έξω απ’ τη συνέχεια, που βρήκε θριαμβεύτρια την Αμερικανίδα Γουίλμα Ρούντολφ. Αν και προσπάθησε να συμμετάσχει στα 200 μ. κόντρα στις συμβουλές των γιατρών, ένιωσε ξανά ενοχλήσεις λίγο πριν την έναρξη των προκριματικών και κατάλαβε ότι ήταν αδύνατο να τρέξει.

Με την επιστροφή της στην Αυστραλία, ανακοίνωσε και την απόσυρσή της από τους στίβους. Το είχε αποφασίσει πριν τους αγώνες, όποια κι αν ήταν η κατάληξη της προσπάθειάς της, μια και μετά τις επιτυχίες του 1956 ένιωθε την ξαφνική δημοσιότητα να την πνίγει.

«Δεν άντεχα να με σχολιάζουν και να με δείχνουν με το δάχτυλο κάθε φορά που έβγαινα απ’ το σπίτι μου. Υπήρχαν λίγα μέρη που μπορούσα να επισκεφθώ χωρίς οι άνθρωποι να με αναγνωρίσουν, να θέλουν να με αγγίξουν ή να μου ζητήσουν αυτόγραφο. Τότε συνειδητοποίησα ότι η επιτυχία στον αθλητισμό σε έκανε δημόσιο πρόσωπο, αλλά πόσο ευχόμουν να μην ίσχυε αυτό. Ήθελα να παραμείνω ένα απλό κορίτσι, όπως η δίδυμη αδελφή μου», είχε εκμυστηρευθεί η ολυμπιονίκης.

Η τέλεια κούρσα στο Τόκιο

Όταν σταμάτησε τις προπονήσεις, η Κάθμπερτ αφοσιώθηκε στη δουλειά της στον παιδικό σταθμό της οικογένειάς της. Στις αρχές του 1962, όμως, της ξαναμπήκε η ιδέα να επιστρέψει στον στίβο. Όπως δε άντεχε την πολλή δημοσιότητα, έτσι ήταν αδύνατο να ζήσει χωρίς να τρέχει. Δεν είχε κλείσει, άλλωστε, τα 24 και προλάβαινε να δουλέψει και να επιστρέψει στην κορυφή.

Τα πράγματα, βέβαια, δεν ήταν απλά ύστερα από τόσο μεγάλη αποχή. Αν και κέρδισε την πρόκριση για τα αγωνίσματα των 100 και των 220 γυάρδων στους Αγώνες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας που διεξήχθησαν τον Νοέμβριο του 1962 στο Περθ, απέτυχε να διακριθεί και στα δύο αγωνίσματα, επηρεασμένη και από τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν. Κέρδισε, πάντως, το χρυσό μετάλλιο με την ομάδα σκυταλοδρομίας 4×100. Ήταν μια αρχή.

Μετά το Περθ, η Φεργκιουσον – η οποία εξακολουθούσε να είναι προπονήτριά της – πήρε τη μεγάλη απόφαση. Θα δούλευε με την Κάθμπερτ στο 400άρι, για να διεκδικήσουν τη διάκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1964 στο Τόκιο, όπου το αγώνισμα θα συμπεριλαμβανόταν για πρώτη φορά στο πρόγραμμα των γυναικών. Οι δοκιμές του 1959, άλλωστε, ήταν κάτι παραπάνω από ενθαρρυντικές και το ίδιο συνέβη και με τους αγώνες που έδωσε η Αυστραλή αθλήτρια κατά τη διάρκεια του 1963. Δεν άργησε, μάλιστα, να βελτιώσει το παγκόσμιο ρεκόρ στις 440 γυάρδες (53.5) και αφού ξεπέρασε με τη βοήθεια ενός χειροπρακτικού έναν τραυματισμό που αντιμετώπισε στις αρχές του 1964, ήταν έτοιμη για τη μεγάλη πρόκληση.

Οι ειδικοί θεωρούσαν φαβορί για το χρυσό μετάλλιο τη Βρετανίδα, Αν Πάκερ και δευτερευόντως τη Σοβιετική παγκόσμια ρεκορντγούμαν, Μαρία Ίτκινα. Η Κάθμπερτ δεν είχε εντυπωσιάσει με τις εμφανίσεις της στα προκριματικά και τα ημιτελικά, όμως στον τελικό έκανε την τέλεια κούρσα, όπως την είχε χαρακτηρίσει σε κατοπινές συνεντεύξεις της. Ήταν ταχύτατη στο πρώτο διακοσάρι και συνέχισε με τον ίδιο ρυθμό μέχρι και τη δεύτερη στροφή, με αποτέλεσμα να μπει στην τελική ευθεία με μεγάλη διαφορά. Αν και η Πάκερ έκανε δυνατό ντεμαράζ στα τελευταία μέτρα, η Κάθμπερτ άντεξε και τερμάτισε πρώτη με νέο ολυμπιακό ρεκόρ (52.0).

Η νίκη της στο Τόκιο σφυρηλάτησε και τη σχέση της με τον Θεό, η οποία υπήρχε από τα παιδικά της χρόνια. «Ένιωσα λες κι ένα αόρατο χέρι με έσπρωχνε προς τον τερματισμό. Ο άνεμος ήταν αλλόκοτος κι ενώ οι υπόλοιπες αθλήτριες έτρεχαν πολύ γρήγορα, εγώ παρέμενα πολύ ήρεμη. Ήξερα ότι έπρεπε να το κάνω. Ήξερα ότι θα νικήσω», είχε δηλώσει σε μια συνέντευξή της, πολλά χρόνια ύστερα από εκείνη την εξωπραγματική κούρσα.

Η συγκινητική παρουσία στο Σίδνεϊ

Η Κάθμπερτ εγκατέλειψε οριστικά το τρέξιμο μετά τον θρίαμβο στο Τόκιο. Το είχε προαποφασίσει ότι σε περίπτωση που κέρδιζε το χρυσό μετάλλιο, θα κρεμούσε οριστικά τα αθλητικά παπούτσια της και το έκανε. Δεν είχε τίποτα άλλο να αποδείξει. Εργάστηκε για μερικά χρόνια ως προπονήτρια όμως το 1969, αν και ήταν ακόμα πολύ νέα, άρχισε να νιώθει ανεξήγητη κόπωση και τσιμπήματα στα χέρια. Λίγο καιρό αργότερα διαγνώστηκε με σκλήρυνση κατά πλάκας.

Η περιπέτεια της υγείας της έκανε ακόμα πιο θερμή τη σχέση της με τη θρησκεία. «Ήξερα ότι ο Θεός ήθελε να με χρησιμοποιήσει για να βοηθηθούν οι υπόλοιποι άνθρωποι», είχε δηλώσει. Η ασθένεια την έκανε να μην ντρέπεται για την πίστη της «κι αυτό είναι καλύτερο από οποιοδήποτε χρυσό μετάλλιο», όπως είχε πει. Δεν την πείραζε το γεγονός ότι περνούσε αυτήν την περιπέτεια ούτε ότι δεν είχε παντρευτεί και δεν είχε αποκτήσει παιδιά.

Σταδιακά άρχισε να αποκτά προβλήματα κινητικότητας και προτού κλείσει τα 50 είχε καθηλωθεί σε αναπηρικό αμαξίδιο. Αυτό, όμως, δεν την εμπόδισε καθόλου να έχει κοινωνική ζωή και να είναι παρούσα στην Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2000 στο Σίδνεϊ. Ήταν μία από τις πιο συγκινητικές παρουσίες της τελικής φάσης της λαμπαδηδρομίας, που ολοκληρώθηκε με τον βωμό να ανάβει από τα χέρια της Κάθι Φρίμαν. Της αθλήτριας η οποία λίγες μέρες αργότερα έγινε η πρώτη Αυστραλή αθλήτρια που κέρδισε χρυσό μετάλλιο στα 400 μ., ύστερα από εκείνη.

Η Μπέτι Κάθμπερτ πέθανε στις 6 Αυγούστου 2017, όταν το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου του Λονδίνου βρισκόταν σε εξέλιξη – γι’ αυτό και τηρήθηκε σιγή ενός λεπτού πριν την έναρξη των αγώνων εκείνης της ημέρας. Η πατρίδα της είχε τιμήσει την αθλητική προσφορά της με πολλούς τρόπους όσο ακόμα βρισκόταν στη ζωή, με το ορειχάλκινο άγαλμα που έχει ανεγερθεί από το 2003 έξω από το γήπεδο κρίκετ της Μελβούρνης να ξεχωρίζει.

Πηγές: speakola.com («For Betty Curthbert: ‘Today, we honour you with the same depth of emotion as we have loved you’, by Alan Jones – 2017»), dailytelegraph.com.au («Betty Cuthbert: Was she our greatest athlete?»), creation.com («Still running for God») en.wikipedia.org («Betty Cuthbert», «Atlhetics at the 1956 Summer Olympics», «Athletics at the 1964 Summer Olympics»), The Canberra Times (φύλλο της 19ης Ιανουαρίου 1959). 

Άλλα γεγονότα στην Ελλάδα και τον κόσμο στις 30 Νοεμβρίου

2023: Πεθαίνει σε ηλικία 100 ετών ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, ο οποίος ήταν και επίτιμο μέλος της ΔΟΕ από το 2002.

2022: Πεθαίνει σε ηλικία 89 ετών ο Μάρεϊ Χάλμπεργκ, χρυσός ολυμπιονίκης των 5.000 μ. το 1960 στη Ρώμη.

2021: Πεθαίνει σε ηλικία 70 ετών ο παλαίμαχος μέσος της Λίβερπουλ, Ρέι Κένεντι, βασικό στέλεχος του συλλόγου στις τρεις πρώτες κατακτήσεις του Κυπέλλου Πρωταθλητριών (1977, 1978, 1981).

2013: Ο 53χρονος οδηγός αγώνων, Λουκάς Γιαννακούλης, χάνει με τραγικό τρόπο τη ζωή του όταν το αγωνιστικό του αυτοκίνητο, μία Porsche 911, προσκρούει σε δέντρο κατά τη διάρκεια του Ράλι «Παλλάδιο» για το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα.

2011: Ο ΠΑΟΚ νικά την Τότεναμ στο Λονδίνο με 2-1 με γκολ των Σαλπιγγίδη (6′) και Αθανασιάδη (14′) παρά το γεγονός ότι αγωνίζεται με παίκτη λιγότερο από το 37′, λόγω αποβολής του Σταφυλίδη. Πρόκειται για την πρώτη νίκη ελληνικής ομάδας στην Αγγλία ύστερα από το 3-2 της ΑΕΚ επί της Ντέρμπι Κάουντι το 1976 και στέκεται αρκετή για να εξασφαλίσει στον ΠΑΟΚ την πρόκριση στους «32» του Europa League.

1999: Η Mάντσεστερ Γιουνάιτεντ γίνεται η πρώτη αγγλική ομάδα που κατακτά το Διηπειρωτικό Κύπελλο όταν νικά με 1-0 την Παλμέιρας στο Τόκιο, χάρη σε γκολ που σημειώνει ο Ρόι Κιν. Η Γιουνάιτεντ κατακτά έτσι το τέταρτο τρόπαιο στη σεζόν ύστερα από το Πρωτάθλημα και το Κύπελλο Αγγλίας και το Champions League.

1994: Ο Άγιος Νικόλαος αποκλείει τον ΠΑΟΚ απ’ τη συνέχεια του Κυπέλλου Ελλάδας, κρατώντας τον στο 0-0 στη ρεβάνς που διεξάγεται στο γήπεδο του Καλού Χωριού. Ο πρώτος αγώνας στην Τούμπα είχε λήξει ισόπαλος 1-1 με τον Νιγηριανό, Έρνεστ Ίνεχ, να ισοφαρίσει για την ομάδα της Κρήτης στην εκπνοή.

1991: Η εθνική ομάδα γυναικών των ΗΠΑ κερδίζει το 1ο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου που διεξάγεται στην Κίνα, νικώντας στον τελικό τη Νορβηγία με 2-1. Και τα δύο γκολ των Αμερικανίδων σημειώνει η Μισέλ Έικερς-Σταλ, ενώ κορυφαία παίκτρια της διοργάνωσης αναδεικνύεται η συμπατριώτισσά της, Κάριν Τζένινγκς.

1989: Ο Σπύρος Μαραγκός και άλλοι πέντε ποδοσφαιριστές του Πανιωνίου (Τόγιας, Καναράς, Παπαπαναγής, Μπερσενί, Κοπιτσής) μένουν ελεύθεροι, μια και η ΠΑΕ της Νέας Σμύρνης καταθέτει εκπρόθεσμα τις μονομερείς ανανεώσεις των συμβολαίων τους. Την επόμενη κιόλας ημέρα ο Παναθηναϊκός επιτυγχάνει συμφωνία με τον Μαραγκό, τον οποίο είχε στο στόχαστρο από το προηγούμενο καλοκαίρι.

1988: Υπογράφεται η απόφαση που δίνει το δικαίωμα σε κάθε ομάδα της Α’ Εθνικής ποδοσφαίρου να έχει και τρίτο ξένο στη δύναμή της.

1986: Ο Ιβάν Λεντλ γίνεται ο πρώτος τενίστας που τα συνολικά κέρδη στην καριέρα του ξεπερνούν τα 10 εκατομμύρια δολάρια.

1983: Ο πρόεδρος της ΠΑΕ Ολυμπιακός, Σταύρος Νταϊφάς, αναθέτει την τεχνική καθοδήγηση του Ολυμπιακού στον 44χρονο Νίκο Αλέφαντο, αντί του απολυθέντα Δυτικογερμανού, Χάιντς Χέερ.

1982: Κυκλοφορεί το πρώτο φύλλο της εφημερίδας «Φίλαθλος» με εκδότη-διευθυντή τον Νίκο Καραγιαννίδη.

1979: Ο Σούγκαρ Ρέι Λέοναρντ ανακηρύσσεται για πρώτη φορά στην καριέρα του παγκόσμιος πρωταθλητής στα ημιβαρέα βάρη της επαγγελματικής πυγμαχίας, νικώντας με νοκ άουτ στον 15ο γύρο τον Γουίλφρεντ Μπενίτεζ.

1976: Με 25 πόντους του Τάκη Κορωναίου και 24 του Δημήτρη Κοκολάκη, ο Παναθηναϊκός νικά τον Ολυμπιακό στο Παπαστράτειο με 91-83 στην παράταση, στο μεγάλο ντέρμπι του πρωταθλήματος της Α’ Εθνικής.

1966: Η πρωταθλήτρια Ευρώπης Ρεάλ Μαδρίτης προκρίνεται δύσκολα στους «8» του Κυπέλλου Πρωταθλητριών χάρη στη νίκη της με 3-1 επί της Μόναχο 1860 στο «Σαντιάγο Μπερναμπέου» (είχε ηττηθεί με 1-0 στη Δυτική Γερμανία).

1962: Πεθαίνει σε ηλικία 80 ετών ο φημισμένος Γάλλος σκακιστής, Οσίπ Μπερνστάιν.

1956: Ο 21χρονος Φλόιντ Πάτερσον γίνεται ο νεότερος παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών στην πυγμαχία, με τη νίκη του επί του Άρτσι Μουρ με νοκ άουτ στον 5ο γύρο.

1956: Η Αυστραλία κερδίζει και τα τρία μετάλλια στα 100 μέτρα ελεύθερο των Ολυμπιακών Αγώνων της Μελβούρνης. Πρώτος τερματίζει ο Τζον Χένρικς με 55.4 (παγκόσμιο ρεκόρ), δεύτερος ο Τζον Ντέβιτ με 55.8 και τρίτος ο Γκάρι Τσάπμαν με 56.7.

1955: Για πρώτη φορά διεξάγεται διεθνής αγώνας ποδοσφαίρου υπό το φως των προβολέων. Η Αγγλία υποδέχεται την Ισπανία στο Γουέμπλεϊ και τη νικά με 4-1.

1951: Δίνεται η εκκίνηση του πρώτου μεταπολεμικού αγώνα αυτοκινήτου από το Θέατρο Ηρώδου Αττικού, του «Ελληνικού Ράλλυ». Ο Κώστας Σπηλιωτάκης με εξακύλιδρη Jaguar, ξεκινά πρώτος τον αγώνα των δέκα αυτοκινήτων συνολικής διαδρομής 1.923 χλμ. Στο γήπεδο της Κηφισιάς θα τερματίσει πρώτος ο Πέτρος Περατικός με FIAT 1400 με δεύτερο τον Σπηλιωτάκη ύστερα από αγώνα 43 ωρών. Ο αγώνας θα συνεχίσει να διεξάγεται χωρίς διακοπή μέχρι το 1960, οπότε θα εισαχθούν οι ειδικές διαδρομές.

1887: Διεξάγεται στο Σικάγο ο πρώτος αγώνας σόφτμπολ, ο οποίος στην ουσία είναι ένας αγώνας μπέιζμπολ σε κλειστό γήπεδο.

1872: Στον πρώτο αγώνα μεταξύ εθνικών ομάδων στην ιστορία του ποδοσφαίρου που διεξάγεται στη Γλασκώβη, η Σκωτία και η Αγγλία αναδεικνύονται ισόπαλες 0-0.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News