Μπόστον Σέλτικς: Λου Τσιωρόπουλος, ο πρώτος Έλληνας που φόρεσε το δαχτυλίδι του πρωταθλητή στο NBA

Ο πρωταθλητής με τους Μπόστον Σέλτικς στο NBA το 1957 και το 1959, Ηλίας «Λου» Τσιωρόπουλος, που ο Άντολφ Ραπ στο Κεντάκι τον αποκαλούσε «Golden Greek», δηλαδή «Χρυσό Έλληνα», ήταν από τους πρώτους παίκτες στην Ιστορία του μπάσκετ που είχε τίτλο στο NCAA και δαχτυλίδι στο NBA.

Οι Μπόστον Σέλτικς μετρούν διαφορετικά από οποιαδήποτε άλλη ομάδα στο NBA, ακόμα και από τους Λος Άντζελες Λέικερς. Η ειδοποιός διαφορά στη σημασία που έχει η δική τους επιστροφή στους τελικούς του NBA ή, επί παραδείγματι, στο πρωτάθλημα που κατέκτησαν το 2008 απέναντι στους Λέικερς, είναι… κλιματική: στην κρύα Νέα Αγγλία και την πολιτεία της Μασαχουσέτης, η ψυχαγωγία, είναι σίγουρος τρόπος να, διατίθεται μέσω των σπορ, είτε σε ό,τι αφορά το μπάσκετ είτε στο αμερικανικό ποδόσφαιρο (με τους Νιου Ίνγκλαντ Πάτριοτς του εμβληματικού Μπιλ Μπέλιτσικ και του άλλοτε Πολυδεύκη του, Τομ Μπρέιντι) και το χόκεϊ επί πάγου. Υπάρχει μια μνήμη και μια μεταφορά των χειρωνακτικών εργασιών που οι Βοστονέζοι έκαναν στο κρύο, της ξυλουργικής, φερ’ ειπείν, στα σπορ.

Μπορεί να το ψυχανεμιστεί ο επαΐων αυτό, αρκεί να αναλογιστεί ότι το πρωτάθλημα του Κέβιν Γκαρνέτ με τους Σέλτικς είναι εκείνο ενός αιώνιου νικητή, ενώ στην περίπτωση του Όσκαρ Ρόμπερτσον, που έπρεπε να πάει βετεράνος στους Μιλγουόκι Μπακς και να βασιστεί στον Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ για να επικρατήσει, έχει κατακτήσει μόνο ένα δαχτυλίδι. Η διαφορά στη διατύπωση για δύο παίκτες που έχουν κάνει το ίδιο πράγμα είναι εντυπωσιακή και ενδεχομένως το μάρκετινγκ είναι πολύ πιο ισχυρό τώρα, αλλά ουδείς αμφιβάλλει για το ηγετικό διαμέτρημα της φυσιογνωμίας του «λιμνάνθρωπου» Τζέρι Γουέστ, ο οποίος επίσης έχει νικήσει μόνο μία φορά, το 1972. Όσο μεγάλη κι αν είναι η διαφορά, η απόκλιση είναι ακόμα πιο αισθητή.

Οι Μπόστον Σέλτικς και οι Νιου Γιορκ Νικς είναι οι μόνες δύο ομάδες που παίζουν από την αρχή στο NBA, από τότε που λεγόταν ΒΑΑ, την περίοδο 1946-47, με τα ίδια ονόματα. Κι αν η δυναμική της Νέας Υόρκης σε κάθε πιθανή κοινωνική διάσταση είναι εκ των ων ουκ άνευ, εκείνη της Βοστόνης φαίνεται μέσα από τον αθλητισμό. Οι Σέλτικς περίμεναν 10 χρόνια -και μετά δεν κοίταξαν ξανά πίσω- για να κατακτήσουν το πρώτο δαχτυλίδι τους, το οποίο ήρθε την περίοδο 1956-57. Ο Ρεντ Άουερμπαχ, προπονητή των Σέλτικς, έδωσε στον πλέι μέικερ της ομάδας, τον Μπομπ Κούζι, την παρέα που επιθυμούσε, αφού πήρε από το ντραφτ τον Τόμι Χέινσον και κυρίως το θρυλικό Μπιλ Ράσελ. Σε αυτήν την ομάδα πήγε και ένας παίκτης που είχε κάνει τη θητεία του στο Κεντάκι, τον είχε… περιλάβει ο… νεφεληγερέτης του μπάσκετ, Άντολφ Ραπ, και μάλιστα είχε κατακτήσει το πρωτάθλημα του 1951: ο Ηλίας Τσιωρόπουλος, που γεννήθηκε στο Λιν της Μασαχουσέτης στις 30 Αυγούστου του 1930, και που από τον ονοματεπώνυμό του εξάγονται πεντακάθαρα οι ελληνικές ρίζες του.

Τα δαχτυλίδια με τους Μπόστον Σέλτικς και το σύνδρομο Down

Ο Λου Τσιωρόπουλος, όπως συστήθηκε στην όμορφη γειτόνισσά του, Γιαν, το 1963, με την οποία παντρεύτηκε ένα χρόνο μετά και έγιναν σάρκα μία για 51 χρόνια, έως το θάνατό του στις 22 Αυγούστου του 2015, δεν ήταν μια απλή περίπτωση ανθρώπου. Γιος βυρσοδέψη, ο Τσιωρόπουλος έβλεπε τον πατέρα του να επιστρέφει στο σπίτι κατά κανόνα χτυπημένος και έβαλε ένα ρεαλιστικό στόχο: να μη δουλέψει σε βυρσοδεψείο μία μέρα στη ζωή του.

Στο πανεπιστήμιο του Κεντάκι τον φώναζαν «Golden Greek», δηλαδή «χρυσό Έλληνα»: αυτό το προσωνύμιο προτιμούσε και ο προπονητής της ομάδας, ο σπουδαίος Άντολφ Ραπ, με τον οποίο ο Λου κατέκτησε το πρωτάθλημα του 1951. Το 1953 ήταν η χρονιά που έγινε ντραφτ, όμως δεν πήγε κατευθείαν στο NBA: το σκάνδαλο με τους «κομμένους» πόντους από ένα παιχνίδι του Κεντάκι με το Λογιόλα το 1949, όταν ο Ραλφ Μπέαρ, ο Άλεξ Γκρόζα και ο Ντέιλ Μπαρνστέιμπλ δωροδοκήθηκαν ώστε οι Wildcats να μη νικήσουν με διαφορά πολύ μεγάλη, ήταν ο λόγος που το NBA αρνήθηκε την είσοδο τόσο του Τσιωρόπουλου όσο και του Κλιφ Χάγκαν και του Φρανκ Ράμσεϊ. Οι τρεις τους έμειναν στο Κεντάκι για ακόμα μία φορά, αλλά παρά το ρεκόρ 25-0 στην κανονική περίοδο, δεν είχαν το δικαίωμα να παίξουν στην τελική φάση του τουρνουά του NCAA και έτσι το Κεντάκι απέσυρε τη συμμετοχή του. Ο λόγος είναι ότι είχαν πάρει το bachelor τους από το χειμώνα: για τον Τσιωρόπουλο το μπάσκετ μπορεί να ήταν μια σύντομη υπόθεση, αλλά η θητεία του στην εκπαίδευση κράτησε πάνω από τρεις δεκαετίες, ως προπονητής, ως καθηγητής και ως πρύτανης πανεπιστημίου, το Λούιβιλ έγινε ο τόπος του και η ελληνική ορθόδοξη εκκλησία της περιοχής, το μέρος που εργαζόταν αφιλοκερδώς για τους αδύναμους συμπολίτες του και συνολικά για την κοινότητα.  

Ουδείς, λένε, έχει κάνει τόσο πολλές προσφορές σε ίδρυμα για παιδιά με σύνδρομο Down χωρίς να πάσχει από αυτήν την ασθένεια. Μάλιστα, όταν προς το τέλος της ζωής του λάμβανε γράμματα και αντικείμενα για να υπογράψει, έβαζε έναν απαρέγκλιτο όρο: να βλέπει την απόδειξη των 50 δολαρίων από την προσφορά στο ίδρυμα. Μία φορά ένα παιδί δεν είχε τόσα λεφτά, αλλά μόλις 5 δολάρια, και ο Τσιωρόπουλος και η οικογένειά του του έκαναν ένα ωραίο δώρο για τα Χριστούγεννα.

Ο Τσιωρόπουλος μπορεί να έπαιξε μόλις τρία χρόνια στο NBA, φορώντας δύο νούμερα, το 20 και το 29 (αν και στη φωτογραφία της παρουσίασης απαθανατίστηκε με το 24), αλλά η φανέλα με το νούμερο 16 με την οποία έπαιζε στο Κεντάκι αποσύρθηκε και βρίσκεται στην αίθουσα Hall of Fame του πανεπιστημίου. Στους Σέλτικς ήταν το backup του Χέινσον, ο οποίος δήλωσε μετά το θάνατό του ότι ήταν το πρωτότυπο του έκτου παίκτη, πριν αυτό εξελιχθεί μέσα στα χρόνια. Ο Τσιωρόπουλος τελείωσε τη θητεία του στο NBA αδόκητα, με αρκετούς τραυματισμούς, οι οποίοι είχαν προκύψει και από την άρνηση του Ραπ να τον ξεκουράσει κατά την περίοδο 1952-53, όταν αντιμετώπισε φανερό πρόβλημα στο αριστερό γόνατο.

Σε 157 ματς στο NBA σημείωσε ανά μέσο όρο 5,8 πόντους. Η καλύτερη σεζόν του ήταν η δεύτερη, όταν το Σεντ Λούις και ο Μπομπ Πέτιτ κατέκτησαν το πρωτάθλημα, με 7,7 πόντους μέσο όρο.Τελείωσε τη θητεία του στο μπάσκετ το 1959, με δύο δαχτυλίδια, ένα το 1957 και ένα την τελευταία σεζόν του. Ο Τσιωρόπουλος, που είχε γίνει… συλλεκτική κάρτα από την εταιρεία Topps, μαζί με τους Ράσελ, Κούζι και Μπιλ Σάρμαν, έγινε μετά πρεσβευτής του μπάσκετ και μάλιστα είχε συνεργασία με την υπηρεσία Πληροφοριών των ΗΠΑ, η οποία τον είχε στείλει και στη γη των προγόνων του, την Ελλάδα, για να μυήσει τους τρόπον τινά συμπατριώτες του στα μυστικά του παιχνιδιού.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News