Ο αναγνώστης θα πρέπει να πληροφορηθεί για το τάμα: Τουλάχιστον πέντε χρόνια πριν, όταν, μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης, η συνειδητοποίηση ότι ο Ρότζερ Φέντερερ αναπόφευκτα θα παρατούσε το τένις έφερε την υπόσχεση ότι ο αποχαιρετισμός (ένας τρόπον τινά επικήδειος) θα έπρεπε να περιέχει μία λέξη περισσότερη από το πιο γνωστό κείμενο που γράφτηκε για αυτόν.
Πρόκειται για το «Roger Federer as religious experience», του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, που δημοσιεύτηκε στις 20 Αυγούστου 2006 στους «New York Times» και αφορούσε στο Wimbledon εκείνης της χρονιάς, στο οποίο ο Ελβετός παρουσιάστηκε στην πληρέστερη μορφή του, κατά τη διάρκεια της καριέρας 23 ετών στο τουρ.
Στις 2 Ιανουαρίου 2021, το κείμενο λήφθηκε με τη γνώριμη μέθοδο της αντιγραφής-επικόλλησης και το word έδειξε 6.689 λέξεις. Αυτές, μαζί με τις διορθώσεις της 27ης Αυγούστου εκείνου του έτους (του 2006), αλλά δίχως τις σημειώσεις, οι οποίες, τουλάχιστον στην ιστοσελίδα των «Times» ήταν ένα σοβαρής πυκνότητας κείμενο.
Ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, συγγραφέας του μεταμοντέρνου «Infinite Jest», ενός βιβλίου που περιλήφθηκε στη λίστα του περιοδικού «Time» με τα 100 καλύτερα από το 1923 έως το 2005, αλλά δυστυχώς δεν έχει μεταφραστεί ακόμη στα ελληνικά, αυτοκτόνησε στις 12 Σεπτεμβρίου 2008, μερικές μέρες αφού είχε πάει σε χειροπράκτη.
Το βράδυ της αποφράδας μέρας έπεισε τη γυναίκα του, ζωγράφο Κάρεν Γκριν, να πάει στο κέντρο του Κλερμόν στην Καλιφόρνια για να προετοιμάσει την επόμενη έκθεσή της. Οι αυτοκτονικές τάσεις του είχαν ήδη παρουσιαστεί και η Γκριν σκέφτηκε ότι ουδείς πάει στο χειροπράκτη αν σκέφτεται να αυτοκτονήσει. Αφού έφυγε, όμως, της έγραψε μία επιστολή και προέβη στο απονενοημένο διάβημα.
Για το συγγραφέα από την Ίθακα της Νέας Υόρκης, δεν υπήρχε άλλη ένδειξη ενασχόλησης με τα σπορ πλην του τένις και του Φέντερερ. Ο θάνατός του παραμένει ένα τυχαίο γεγονός, όπως όλων μας, αλλά, όπως έχει αναφερθεί σε αφιέρωμα, συνέβη σχεδόν δύο μήνες αφού ο Ελβετός ηττήθηκε στον τελικό του Γουίμπλεντον από τον Ράφα Ναδάλ, 3-2 σετ.
Το κείμενο δεν συντίθεται, βεβαίως, από τη δεύτερη μέρα του 2021, θα ήταν μαρτυρικό. Στον Γουάλας πήρε εβδομάδες για να γράψει τη νουβέλα του, ενώ σε αυτήν την περίπτωση η πορεία οδηγεί στο Laver Cup, που επρόκειτο να γίνει στην αρένα «O2» από την Παρασκευή 23 έως την Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου.
Πιθανότατα θα πρέπει να λησμονηθεί ως κριτήριο ανταγωνιστικό η έκταση της νουβέλας του Αμερικανού, που διευθέτησε την αποχώρησή του στα 46 του. Η εξήγηση του κινήτρου δεν θα συνοδευτεί από τη λεπτολογία, όπως και το ίδιο το κείμενο. Η συναισθηματική προσέγγιση μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτη, αφού πρόκειται για το τελευταίο πόνημα ενώ ο Φέντερερ είναι εν ενεργεία τενίστας.
Άλλωστε, το ρεκόρ του με τα περισσότερα Major έχει σπάσει από τότε που μετρήθηκαν οι λέξεις που έγραψε ο Γουάλας. Ο ίδιος ξεκίνησε την περιγραφή του για την εμπειρία του μέσα σε ένα από αυτά τα λεωφορεία που οδηγούν τον κόσμο στα κορτ του Major στο Λονδίνο.
Ένας από τους οδηγούς μίλησε για την εμπειρία να παρακολουθείς τον Φέντερερ να παίζει, περιγράφοντάς την ως θρησκευτική. Το φάσμα που καλύπτει η λέξη είναι άτοπο να διευκρινιστεί, τουλάχιστον για αυτούς που θα είχαν την περιέργεια να μάθουν τι είναι αυτό το θρησκευτικό.
Αν πρόκειται για μια ρομαντική μυσταγωγία και εξισώνεται με τη θρησκεία, τότε η προσέγγιση είναι λανθασμένη. Η θρησκεία στην ούγια της είναι ένα δημιούργημα που προάγει την αυστηρότητα μέσω των παραινέσεων για πειθαρχία και αυτοσυγκράτηση.
Τα δύο τελευταία στοιχεία μετατρέπουν όντως τον άνθρωπο σε ελεύθερο ον, αρκεί να μπορεί ισόποσα να γίνεται αυθόρμητα χαρούμενος μέσω της έκλυσης ενέργειας, ακόμα κι αν οι πράξεις του δεν προάγουν τις νόρμες μιας θεοκρατικής κοινωνίας.
Ο οδηγός θα μπορούσε να εννοεί το εξώκοσμο, την ψυχαγωγία να παρακολουθείς κάποιον που δεν υπάγεται στα ανθρώπινα μέτρα και σταθμά. Ή την εσωτερική γαλήνη που νιώθεις όταν ένας καταγάλανος ουρανός μοιάζει να καλύπτει το κεφάλι σου και τη συρρίκνωσή σου επειδή αντιλαμβάνεσαι πως ό,τι παρακολουθείς είναι σπουδαιότερο από σένα.
Ο Φέντερερ υπήρξε φυσικό φαινόμενο για τους εκατοντάδες χιλιάδες θαυμαστές του. Ο υπογράφων μπορεί να επιβεβαιώσει ότι η δύναμη της θλίψης που δοκίμασε στις ήττες του, υπήρξε εντονότερη από τις ήττες των ομάδων τις οποίες υποστήριξε και υποστηρίζει.
Να εξηγηθεί αυτό, θα ήταν ενδεχομένως ματαιοπονία. Ωστόσο, δεν θα γινόταν να μη ληφθεί υπόψιν ότι το ταξίδι προς την ωριμότητα αφορά και στην αντίληψη για το τι είναι πραγματικά σημαντικό, όχι στην παρακολούθηση αλλά, σε ό,τι αφορά τη σπατάλη του συναισθηματικού χρόνου.
Τα σπορ είναι καταφύγιο, αυτό είναι αναμφισβήτητο. Η συνάντηση με την αύρα τους εξ απαλών ονύχων έχει το κόστος της ακαταλληλότητας στην παιδική και την εφηβική ηλικία. Τα κορίτσια (ή τα αγόρια) είναι εκεί, για το πρώτο σκίρτημα, την τοποθέτηση της ευαισθησίας μέσα από την ερωτική εξομολόγηση, η οποία αποκτά γαργαντουικές ιδιότητες στα μικράτα σου.
Ξαφνικά, όμως, ο χώρος που εμφανίζεται επιτρέπει τις φαντασιώσεις για τους τελικούς του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, τις σημειώσεις για τη Χρυσή Μπάλα, τις ονειρώξεις για τα νικητήρια σουτ που θα βάλει το ίνδαλμα.
Επιτρέπει τη φυγή από την πραγματικότητα. Το έκανε πολύ πριν κάποιος πιάσει το κινητό για να αποσπαστεί από τη θλίψη του παρακολουθώντας τις ιστορίες άλλων ανθρώπων, πολύ πριν η στενοχώρια κοπεί από ένα τραγούδι η πρόσβαση στο οποίο είναι πανεύκολη, από μια live μετάδοση, από μία σειρά σε δίκτυο.
Η στενοχώρια, όταν υπήρχε καθ’ ολοκληρία και όχι σπαστή, ρουφιόταν και απορροφάτο όλη. Το ίδιο συνέβαινε και με τη χαρά, η οποία καταλάμβανε τους πόρους του κορμιού σε όλες τις διαστάσεις του. Η απόσπαση γίνεται ακόμα και ενώ εκείνη είναι ενεργή. Δείχνει πως ό,τι είναι νόμιμο και γίνεται μαζικά, δεν λογίζεται ως περίεργη ή εξαχρειωτική στάση απέναντι στα πράγματα.
Αυτή η εποχή, της παιδικής λατρείας και της πιο κομψής φυγής από τον πόνο της απόρριψης, γονικής, φιλικής και εκπαιδευτικής, είναι νομοτελειακό ότι πρόκειται να τελειώσει. Ό,τι έχει δημιουργηθεί, όμως, είναι αρκετά ισχυρό για να γίνει η ενδεδειγμένη παρέα, ακριβώς τη στιγμή της κατανόησης ότι η ζωή δεν είναι ο τεράστιος παιχνιδόκοσμος με τις ιαχές να ακούγονται τόσο εμβληματικές, που σχεδόν ρέουν στον ψυχοκόσμο.
Η αντάμωση με τον Φέντερερ, όμως, υπήρξε κατατί διαφορετική. Το υπόβαθρο ήταν σχεδόν μηδαμινό σε ό,τι αφορά το τένις: ό,τι θυμούνται τα παιδιά της δεκαετίας του ’90 ήταν τα παιχνίδια του Roland Garros, διότι αυτό έδειχνε η ΕΡΤ.
Αν κάτι άλλο έρχεται στη μνήμη, είναι τα δημοσιεύματα των εφημερίδων για τον Ελληνοαμερικανό Πιτ Σάμπρας, που είναι ο κορυφαίος τενίστας του κόσμου. Η μόνη υποστήριξη την οποία μπορούσα να παραθέσω σε αυτό το κομμάτι, ήταν για τη Μόνικα Σέλες. Η ενοχλητική παρουσία της, το ένα χτύπημα και το γεγονός ότι είναι Γιουγκοσλάβα, έπαιξαν σημαντικό ρόλο.
Βεβαίως, πρόκειται για κάτι εποχιακό, μια επιθυμία να υποστηρίξεις κάποιον προκειμένου να περάσει η ώρα. Με τον Φέντερερ από την αρχή, στην περίπτωσή μου από μια ήττα, από τον Ράφα Ναδάλ στον ημιτελικό του Roland Garros το 2005, δεν ήταν απλή η κατάσταση,
Διάβολε, δεν είχαν ακούσει το όνομά του πριν τον Σεπτέμβριο του 2004 και μάλιστα είχα γίνει αγγελιαφόρος καλών νέων για μία συνάδελφο, που μου είχε ζητήσει να της πω το σκορ στον ημιτελικό του Australian Open τον Ιανουάριο του 2005 με τον Μάρατ Σάφιν.
Περιχαρής τής μετέφερα ότι ο δικός της νίκησε τον Ελβετό. Οποιαδήποτε οπτική επαφή δεν υπήρχε ως τότε -και μόνο αυτό κρατά την ντροπή για το γεγονός σε χαμηλά επίπεδα.
Έξι μήνες μετά, τον Ιούνιο του 2005, όλα πήραν παντελώς διαφορετική τροχιά. Τα κεραυνοβόλα συναισθήματα πιθανότατα είναι αποκύημα της φαντασίας, σε έναν κόσμο που η αυθυποβολή παίζει μείζονα ρόλο η επίκληση σε αυτά ως όντα, ακροβατεί στη λεπτή κλωστή που χωρίζει το ρεαλισμό από την υπερβολή.
Μόνο η ατέλεια του ανθρώπου τού επιτρέπει να μην εξισώνει την υπερβολή με την παράνοια και, κυρίως, να μην την ποινικοποιεί. Έχουν περάσει 17 χρόνια από εκείνο το παιχνίδι στο Roland Garros που ένα αυθάδες παιδάκι από τη Μαγιόρκα νίκησε τον Φέντερερ στο χώμα. Εκείνη η ήττα δικαιολογείται ποικιλοτρόπως, όπως και η προτίμηση στον ηττημένο.
Ήταν ακαριαίο και οποιαδήποτε αμφιβολία πετάχθηκε από το παράθυρο. Προϊόντος του χρόνου, πετάχθηκαν οι ηθικολογίες. Το 2009, στην προοπτική ενός τελικού με τον Σκωτσέζο Άντι Μάρεϊ στο Wimbledon, ένας Βρετανός δήλωσε απερίφραστα ότι «θα υποστήριζα τον Φέντερερ να νικήσει κάθε μέρα της εβδομάδας».
Ο λόγος εδώ γίνεται για διαφορετικά κράτη, που οι αθλητές τους αγωνίζονται υπό την αιγίδα μίας χώρας, αλλά η αναλογία του εθνικού στοιχείου γίνεται επαρκής στο να δικαιολογήσει για ποιο λόγο δεν περνούσε από το μυαλό η υποστήριξη στον Μάρκο Παγδατή στον τελικό του Australian Open το 2006 ή στον Στέφανο Τσιτσιπά στον τέταρτο γύρο του ίδιου τουρνουά το 2019.
Δεν είναι, ειλικρινώς, η πιο ευχάριστη παραδοχή, αλλά για την οικονομία του κειμένου είναι αναγκαία. Παρ’ όλα αυτά, δεν συνιστά κάτι άλλο από το αποτέλεσμα.
Το πώς από την Αθήνα, την πρωτεύουσα της Ελλάδας, υποστηρίζεται σε παθολογικό επίπεδο ένας Ελβετός τον οποίο ο λάτρης δεν έχει δει ποτέ να αγωνίζεται ζωντανά, παρά μόνο μέσα από την τηλεόραση, σε ένα άθλημα το οποίο δεν θα έχανε το χρόνο του για να παρακολουθεί παρά μόνο ελάχιστα, και το κάνει στο σημείο που οι ήττες τού κοστίζουν σε ζωτικό χρόνο, αποτελεί, περισσότερο ακόμα και από παιδιάστικη συμπεριφορά, φιλοσοφικό ερώτημα.
Ίσως, όμως, απλώς γιγαντώνεται στο μυαλό, για να μην αφήνεται η αίσθηση ότι πρόκειται για κάτι απολύτως ρηχό.
Οι πρώτες απαντήσεις που έρχονται στο μυαλό, πράγματι, είναι ιδιαιτέρως απλοϊκές. Το γεγονός ότι πρόκειται για ένα ατομικό παιχνίδι, που ο πόνος για την ήττα και η ανακούφιση για τη νίκη δεν διαμοιράζονται σε διάφορα πρόσωπα, που τα συναισθήματα εξαπλώνονται και γίνονται διακριτά το ψυχόρμητο, η σύνεση, το ενστικτώδες και το τακτικιστικό, είναι βέβαιο ότι παίζει μείζονα ρόλο.
Η γοητεία των σπορ έχει τη ρίζα της σε ό,τι αποτελεί τη λειτουργικότητά τους, δηλαδή την κίνηση, αλλά η προέκτασή της ενέχει όλες τις μαγνητιστικές ιδιότητες. Κάθε σπορ, ακόμα και το δυσνόητο, εκείνο που ο θεατής δεν μπορεί ή δεν θέλει να κατανοήσει, μετατρέπεται σε θελκτικό όταν ένα πρόσωπο αφήνει να αιωρούνται οι σκέψεις του και το θυμικό του.
Η κίνηση του Φέντερερ ήταν σίγουρα η ρίζα. Εξ υπαρχής, σε κάθε παιχνίδι που έδωσε ποτέ, στηνόταν ένα μονόπρακτο, έμπλεο θεατρικότητας, αν και δεν υπάγόταν στην υποκριτική διάσταση. Αφ’ ης στιγμής ο Ελβετός έμπαινε στο κορτ, η ένταση αυξανόταν και η βεβαιότητα ότι συνέβαινε κάτι απολύτως συγκλονιστικό κάλυπτε το κορτ.
Θα πρέπει να υπενθυμίζεται στον αναγνώστη, σε μια άχαρη στιγμή, ότι το βλέμμα είναι εξ ορισμού υποκειμενικό, απλώς ο άνθρωπος έχει την τάση -που το πέρασμα των χρόνων τού μαθαίνει απλώς να την ελέγχει- να νομίζει ότι τα σήματα που δίνουν σε εκείνον οι αισθήσεις του, καταλαμβάνουν το χώρο.
Η είσοδος του Φέντερερ στο κορτ ανήκε σε αυτές τις περιπτώσεις. Έχω διατηρήσει σχέσεις με ένα θαυμαστή του, τον οποίο δεν έχει γνωρίσει εκ του σύνεγγυς, από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας και κάθε μήνυμα που θα στέλναμε, όσο τυχαίο κι αν ήταν, μπολιαζόταν από τη σιγουριά ότι το λεπτό βίωμα ήταν κοινό.
Έμοιαζε με εκείνα τα πρώτα πάρτι στα σπίτια παιδιών στο γυμνάσιο, όταν η συστολή δεν ταίριαζε ακριβώς με τα όνειρα και το μπλουζ είχε μια επισημότητα που, πλην της ίδιας της ντροπής για την επαφή, ενείχε κάτι γαλαζοαίματο.
Το προσωνύμιο «βασιλιάς» αποφεύχθηκε στα κείμενα όσο ήταν εφικτό, μέχρι, δηλαδή, που ο κόμπος έφτανε στο χτένι και γινόταν αναπόφευκτη η χρήση μιας… επαναλαμβανόμενης επανάληψης, αλλά γινόταν κατανοητό.
Υπήρχε κάτι άλλο που τον συνόδευε, μια αύρα που τα μάτια απολάμβαναν ενοχικά, μέχρι που διαλυόταν όταν διαπιστωνόταν πως ήταν μοιρασμένη.
Δεν αφορούσε στην εσωτερικότητα μόνο ενός, αλλά στο μικρόκοσμο χιλιάδων. Αποποινικοποιούνταν σε ένα σύνολο ανθρώπων το οποίο ούτε κατά διάνοια ζούσε οποιαδήποτε τέτοια στιγμή στην καθημερινότητά του, που την είχε αποβάλει. Ο Φέντερερ την έφερε και αυτό έκανε ανθρώπους που ενδεχομένως οι ιδέες τους να σφυρηλατούνταν από τη γλώσσα του Τζον Στάινμπεκ ελιτίστικους.
Διάλεγαν την κομψότητα και τη χλιδή, τις καταπληκτικές μπλούζες με το γιακά, την περιφορά ενός όντος ως βασιλικού γόνου από τη διαρκή μάχη για την επικράτηση, την εξυπνάδα του κατώτερου είδους και την πονηριά.
Όλοι ξέραμε ότι ο Φέντερερ ήταν ανώτερος από τον Ράφα Ναδάλ στην ποιότητα του παιχνιδιού, στη σχεδόν λαϊκή ερώτηση «πόσο τένις ξέρεις;» Δεν πέρασε από το μυαλό οποιουδήποτε η εγγενής διαφορά που υπήρχε στο δικό του τρόπο ζωής με εκείνον που θαύμαζε.
Και ναι, δεν θα καταδικαστεί στο πυρ το εξώτερον ο μάρτυρας μιας ομορφιάς που συνοδεύεται από μια ελαφριά κλίση προς την ελίτ, την ώρα που η ανέχεια και η πενία ζουν και βασιλεύουν. Ο λόγος που δεν γίνεται αυτό, είναι επειδή ο Φέντερερ δεν το άφησε να γίνει. Κάπως περιέργως, στην αλληλουχία των καταστάσεων, ο Ναδάλ ήταν εκείνος που κατέστη απρόσιτος.
Ήταν, με άλλα λόγια, χαράς Ευαγγέλια η ίδια η στάση του Ελβετού. Εξ ορισμού υπήρχε κάθε λόγος ώστε να προκύψει εμπάθεια προς το πρόσωπό του. Η εθνικότητά του, το υπόβαθρό του, η σύζυγός του, ο τρόπος που έδινε το στίγμα του, όλα έδειχναν και αναδείκνυαν έναν άλλον κόσμο.
Έμοιαζε να έρχεται από το μακρινό παρελθόν, να ήταν το μέλος μιας λέσχης που αν πριν το ονοματεπώνυμο δεν υπήρχε ένα αξίωμα, κόμης, δούκας, λόρδος, λαίδη, ήταν αδύνατον να γίνεις δεκτός. Έδειχνε να αφορά μόνο στο All England Club του Wimbledon, διότι, εκτός των άλλων, η εικόνα του με το κοστούμι και το σμόκιν είναι θεσπέσια.
Φαινόταν να μην αναγνωρίζει πώς λειτουργεί ο κόσμος, όπως συνήθως συμβαίνει, τις περισσότερες φορές αθέλητα, με τους επιγόνους πλούσιων ή αριστοκρατικών οικογενειών. Έδειχνε να ζει σε έναν άλλον κόσμο, που οι αδυναμίες εξαλείφονταν σε ένα μαγικό εργαστήριο και τα σκάνδαλα γίνονταν ανεπίτρεπτα.
Στην περίπτωσή του, όμως, αυτό δεν δημιούργησε απωθημένα, αλλά έφερνε μια επιθυμητή απλότητα. Η σύζυγός του υπήρξε διάνοια στο κόμματι αυτό. Μεγαλύτερη από εκείνον, διάλεξε μία μέθοδο διαχείρισης η οποία υπήρξε απολύτως ζηλευτή. Έγινε η τεχνική διευθύντριά του και μπόρεσε να κουμαντάρει το στυλ του, προφανώς θυσιάζοντας το δικό της.
Η Μίρκα Βάβρινετς υπήρξε αληθινά μια σιδηρά κυρία, ένας προϊστάμενος που αναγνώριζε, με αφατά σωστό ένστικτο, τι πρέπει να συμβαίνει κάθε στιγμή. Ο Φέντερερ ήταν στο τουρ για 23 χρόνια και εκτός από σπασμένες ρακέτες και κάποιους έντονους διαλόγους με διαιτητές, δεν γίνεται να του καταλογιστεί κάτι άλλο.
Δεν μπορούμε να βάλουμε το χέρι μας στη φωτιά για οποιονδήποτε, αλλά σε 23 χρόνια να μην υπάρχει μία ιστορία που να αλλοιώνει τη φήμη του και να προσβάλει το θυμικό των φιλάθλων και του κοινού αισθήματος είναι στατιστικά άτοπο.
Ξέρετε πώς λειτουργεί: είναι η ζωή, εκεί έξω. Είναι το «παρών» σε εκδηλώσεις και άλλες δραστηριότητες, το κυνηγητό των δημοσιογράφων για μία ιστορία, η εξομολόγηση μίας θαυμάστριας ότι κάπου, κάπως, κάποτε βρέθηκε σε δύσκολη θέση ή μίας γυναίκας, ότι πέρασε μια βραδιά μαζί του.
Μπορεί να είναι οι φόροι (αν και αυτό δεν θα γινόταν στην Ελβετία), η συμπεριφορά σε μια αεροσυνοδό, ένα ρατσιστικό σχόλιο με αποδέκτη τον Γκαέλ Μονφίς ή τον Τζέιμς Μπλέικ, ένα σεξιστικό σχόλιο στην Πέτρα Κβίτοβα ή τη Σερένα Γουίλιαμς.
Μηδέν του μηδενός, μηδέν. Δεν ακούστηκε οτιδήποτε. Θα πρέπει να υποτεθεί ότι ακόμα κι αν επρόκειτο για καθεστώς ομερτά, κάπως θα διέρρεαν οποιαδήποτε αλγεινή συμπεριφορά που θα πείραζε τα χρηστά ήθη. Δεν έγινε.
Επιπλέον, η Μίρκα έκανε κάτι άλλο εξαιρετικά δύσκολο: φρόντισε να του διανθίζει αυτό το αίσθημα της παιδικότητας που βρισκόταν στο χαμόγελό του. Από την κερκίδα, έδειχνε να ενθαρρύνει αυτήν τη συμπεριφορά και δηλώσεις που βρίσκονταν στο όριο της ανωριμότητας. Τόσα χρόνια μετά, μόνο εκείνη ξέρει τις αδυναμίες του, δείγμα μιας σχέσης που πέρασε από την έλξη στη μητρότητα.
Αν ο Φέντερερ το κατάλαβε στο πέρασμα του χρόνου, σίγουρα το αποδέχθηκε με τρόπο στωικό, εκτιμώντας ότι σε βάθος χρόνου θα τον ωφελούσε. Η πάστα του του επέτρεπε να το κάνει και να προσπερνά εμπόδια που ούτως ή άλλως ήταν αμελητέα. Ξαφνικά, χωρίς κάποια προσπάθεια, απλώς ακροβατώντας ανάμεσα στον αρτίστα και το παιδί, έγινε κοσμαγαπητός.
Το έκανε ενδεχομένως επειδή ο προγενέστερός του, Πιτ Σάμπρας, δεν το κατάφερε, ζώντας μια αξιόπιστα βαρετή ζωή. Τα συστατικά έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους. Ο Σάμπρας δεν μπορούσε να εξηγήσει για ποιο λόγο δεν ενδιαφερόταν για κάτι από όλα αυτά, γιατί ήθελε απλώς να πέσει για ύπνο.
Δεν γινόταν να ταιριάξει με όλη την πρεμούρα του Wimbledon και δεν ήταν τόσο θορυβώδης όσο οι ιαχές στο «Άρθουρ Ας» της Νέας Υόρκης. Ακόμα και στην ίδια την πατρίδα του, ο «Πίστολ Πιτ», ένα άκρως θεαματικό παρατσούκλι για έναν τύπο που απλώς άλλαξε το τένις στις αθλητικές διαστάσεις του, δεν ένιωθε άνετα.
Ο Φέντερερ, χωρίς να το παρακάνει, ένιωθε παντού άνετα. Το κυριότερο, έκανε οποιονδήποτε να αισθάνεται όμορφα μαζί του. Θυμηθείτε, από το 2004 έως το 2007 σπανίως θα τον έβλεπες να πανηγυρίζει ακόμα πόντο. Εκείνος ο ημιτελικός με τον Μάρατ Σάφιν στο Australian Open, στον οποίο εκείνοι που δεν τον ήξεραν τον έβλεπαν για πρώτη φορά να βρυχάται και να αλλοιώνονται τα χαρακτηριστικά του ήδη σμιχτού προσώπου του, ήταν η εξαίρεση.
Ξεκίνησε να πανηγυρίζει σε συχνότητα όταν το είχε πια ανάγκη, κάτι που θα μπορούσε να οριοθετηθεί έπειτα από τον τελικό του Wimbledon το 2008. Με τον Ναδάλ θυμήθηκε αυτό το παιχνίδι, όπως και τον τελικό του Australian Open το 2017, μια χαρά μεθυστική.
Ήταν εκεί που, παρατηρώντας τους να μιλούν για αυτά τα δύο παιχνίδια στο πλαίσιο του Laver Cup, λίγες ώρες πριν ο Φέντερερ μπει για τελευταία φορά στο κορτ ώστε να παίξει επαγγελματικό τένις, σκέφτηκα ότι… δεν ξέρουν τι λένε.
Το απόλυτο παιχνίδι ανάμεσα στους δύο ήταν ο τελικός του Australian Open το 2009. Η ήττα του Φέντερερ στα πέντε σετ περιελάμβανε ακριβώς το ρόλερ κόστερ των συναισθημάτων που σου δημιουργεί η κοπέλα που ερωτεύεσαι και απλώς δεν υπάρχει αμοιβαιότητα.
Στενοχώρια, εσωτερικό παρακάλι, εμμονή με τα σημάδια της μοίρας, θυμός, λατρεία για την καλλιτεχνία της ίδιας της ζωής, θαυμασμός για τις ικανότητες, νοσταλγία για τις στιγμές, ακόμα και αυτές που δεν ήρθαν, κατάρρευση και ανάθεμα σε ό,τι είδες και άκουσες εκείνες τις ώρες, σε όποιο μέρος κι αν πέρασες.
Το «Viva la Vida» των Coldplay -το καταλαβαίνω, ήταν παγκόσμιο χιτ, αλλά τότε- δεν είχε δουλειά να ακουστεί και στον τελικό του Wimbledon το 2008 και στον τελικό του Australian Open το 2009.
Οκτώ χρόνια αργότερα, πάλι στη Μελβούρνη, ενώ οι σχολιαστές ανέφεραν κάτι απίθανο, του στυλ «ουδείς τενίστας που έχει προηγηθεί 2-1 σετ στον τελικό αυτού του Major δεν το έχει χάσει», απαντούσα «ναι, εννοείται ότι θα γίνει ο πρώτος» και σταύρωνα τα δάχτυλά μου να μην ακουστεί από κάπου η φωνή του Κρις Μάρτιν, που θα επικύρωνε το γεγονός.
Παρ’ ότι δεν πήρε χρόνια για να γίνει αντιληπτό ότι ένα παιχνίδι του Φέντερερ εναντίον του Ναδάλ ήταν πια προνόμιο, διότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε εγγύηση ότι θα αντάμωναν ξανά, οι παιδικές ασθένειες δεν είχαν εξαφανιστεί.
Η τελευταία αναμέτρησή τους ηταν ο ημιτελικός του Wimbledon το 2019, το οποίο γίνεται να περιγραφεί ως έπος.
Ήταν σαν να βγαίνουν στη σκηνή οι Beatles για μία συναυλία 30 χρόνια μετά την ίδρυσή τους, με τα ολογράμματα των Τζον Λένον και Τζορτζ Χάρισον. Ήταν σαν τις μελωδίες που έπαιζαν οι Pink Floyd στην Πομπηία, αν αποδίδονταν από τον Τόμας Πίντσον σε ένα βιβλίο του.
Μία σκηνή από τον Τρωικό Πόλεμο, με υποβόσκοντα σεβασμό και την Ελένη να κοιτάζει από το παράθυρο, απλώς καταγοητευμένη από τους περήφανους άρρενες που βρίσκονταν στο πεδίο της μάχης.
Είναι προσβλητικό, βέβαια, για τα παιχνίδια και κυρίως τα αγωνίσματα επαφής, τις πολεμικές τέχνες, όμως το τένις είχε πάντα τα στοιχεία μιας εικονικής πάλης, ενός παράλληλου πηγαινέλα το οποίο ο σκηνοθέτης από ψηλά διάνθιζε με τα πρόσωπα και τις έγνοιες τους τη στιγμή της σύγκρουσης.
Η ίδια η λέξη, σύγκρουση, δεν συνάδει με τα απομακρυσμένα πρόσωπα, αλλά εν πάση περιπτώσει ο φιλές γίνεται το αποτρεπτικό στοιχείο, όχι μόνο για το μπαλάκι αλλά, για μια κλωτσοπατινάδα ή την εκτόξευση αντικειμένων. Στην άγνοια εκείνων που δημιούργησαν το κορτ, το «ο χώρος μου και ο χώρος σου» μπορεί να μην καταστρατηγείται, αλλά η ισχύς της ατμόσφαιρας που παραπέμπει σε αυτό είναι αδιασάλευτη.
Από τη μία πλευρά, ο γητευτής της ρακέτας, ένας Νουρέγιεφ χωρίς το ρωσικό άγχος, με τα ονειρωκτικά (σικ) πλάγια βήματα και το άγγιγμα στο μπαλάκι χωρίς να μετακινείται οποιοδήποτε άλλο μέρος του κορμιού του. Στο backhand του ενός χεριού και στο ταξίδι του στρογγυλού καναρινιού προς την άλλη πλευρά, ο Νίκολα Τέσλα θα έβρισκε ένα λόγο για να συνεχίσει να ασχολείται με το πηνίο του.
Από την άλλη, ο πολεμιστής, εκείνος που στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 21ού αιώνα έλεγαν ότι κρατά τον κρυπτονίτη για να αναχαιτίζει τον Superman, ένας τενίστας που θυσίασε τη δική του αρτιστίκ διάθεση απλώς και μόνο για να νικήσει τον νεφεληγερέτη, ένας αθλητής με κουράγιο μύγας, που όλο και επιστρέφει για το γλυκό αίμα.
Ένας Ισπανός από τη Μαγιόρκα που υποστήριζε τη Ρεάλ Μαδρίτης και που τα μπράτσα του δεν ήταν αρκετά ώστε να τον περισώσουν από την… ελληνικότητα των εχθρών του: οι φίλοι αστειεύονταν με τη μουσούδα του και η παρομοίωση γινόταν με διόλου λαοφιλές τρωκτικό.
Απέναντι ο ένας στον άλλο, το ψυχικό σθένος διαλυόταν σιγά σιγά, η μεγαλοπρέπεια της στιγμής διαιρούνταν και ο θεατής έμενε να παρακαλά για τη δική του επιβίωση.
Δεν έφτανε μόνο το ταξικό οξύμωρο, που διανθιζόταν από καθυστερήσεις στις πληρωμές της δικής του δουλειάς και μια ποιότητα ζωής που είχε πλατό, ο παραλογισμός συνεχιζόταν στα έτη 38, κατά τα οποία υποτίθεται ότι θα έπρεπε να είναι έτοιμος να διαχειρίζεται, αν όχι με αδιαφορία και απάθεια, με σύνεση οτιδήποτε (δεν) τον αφορούσε.
Ο θεατής, άλαλος και κωφός, θυμόταν πώς, με την πεποίθηση ότι ο τελικός του Wimbledon το 2008 θα συνεχιζόταν στις 7 Ιουλίου, εξαιτίας της βροχής στο πέμπτο σετ, έφυγε για να επιστρέψει στο σπίτι του.
Πώς, έπειτα από εκείνο το αλησμόνητο τάι μπρέικ που παρήγε, στη σειρά, δύο από τα πλέον συμβολικά χτυπήματα στο παγκόσμιο τένις, το running forehand του Ναδάλ για τον championship point και το running backhand του Φέντερερ για το 8-8, ψιθύριζε λαχανιασμένος, «δεν θέλω τίποτα άλλο. Ας χάσει τώρα».
Όχι, δεν το ήθελες αυτό, ηλίθιε. Μη λες κάτι που δεν θα μπορείς να στηρίξεις αν γίνει πραγματικότητα. Πώς θα ήταν δυνατόν να μη σε ένοιαζε η ήττα του, μπροστά από το έκτο διαδοχικό Wimbledon; Ούτε ο Μποργκ το έχει κάνει, βόδι, που το έπαιζες και γενναιόδωρος.
Και, διάολε, έπρεπε να γίνει και αυτό, όπως οι πλέον διεστραμμένα μελαγχολικές στιγμές της ζωής, βράδυ Κυριακής;
Πραγματικά, δεν ήταν απαραίτητο. Αλλά αυτό που πραγματικά δεν ήταν απαραίτητο, είναι να σε νοιάζει τόσο πολύ. Πότε έφαγες φράουλα με σαντιγί έξω από το κεντρικό κορτ; Δεν είχες πάει καν στο Λονδίνο -ούτε οπουδήποτε αλλού, εδώ που τα λέμε, για να σου χρωστάει κάποιος φτασμένος στον τομέα του οτιδήποτε. Γιατί ασχολείσαι με αυτό;
Γίνονται συνεχώς κύκλοι για τους λόγους μιας τέτοιας ψύχωσης και ενώ κατά τη διάρκεια της πληκτρολόγησης νιώθω ότι βρίσκομαι κοντά σε μια οριστική εξήγηση, συνεχώς απομακρύνομαι. Ορίστε, τώρα θα αφήσω το κείμενο για να προβώ σε μία άλλη δραστηριότητα, αποσπαστική κατά τρόπο που θα μπορούσε να έχει την πρόταση για την απάντηση, αλλά και τη δομή της.
Αν και υπάρχει κάτι ανικανοποίητο, φαίνεται ότι δεν υπάρχουν ακόμα πολλά να εξηγηθούν, τουλάχιστον στο κομμάτι της εμβάθυνσης και του ψαξίματος για μια απάντηση η οποία θα ακτινοβολήσει ως απόλυτη αλήθεια. Όταν οι άνθρωποι ανακαλύπτουν την αλήθεια, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να διαδηλώνουν τη βεβαιότητά τους για αυτήν και να την διατείνουν.
Με αυτόν τον τρόπο αποκτά το μηχανισμό ώστε να λάμψει ως πάγιο. Αυτό, όμως, ουδόλως σημαίνει ότι πρωτογενώς απλώς δημιουργήθηκε και πλάστηκε, προκειμένου να γίνει χρηστική. Η αλήθεια μπορεί να μην είναι καθόλου ό,τι κρύβεται από πίσω και απλώς να είναι η επιρροή των δεδομένων.
Στην περίπτωση του Φέντερερ, το ίδιο το παιχνίδι του.
Τα πρωτόλεια του έρωτα δεν είναι απλώς ένα λαμπερό χαμόγελο και ιριδίζοντα μάγουλα. Το φόντο στην εικόνα μπορεί να διαδραματίσει πολύ σημαντικό ρόλο. Ο έρωτας εξαρτάται από τη συνθήκη και όταν το χαμόγελο γίνει το συστατικό μιας χρωματικής αρμονίας, τότε απλώς μπαίνεις στο νεραϊδόκοσμο. Όλα είναι μετατρέψιμα.
Δεν θα μπορούσα να θυμηθώ, αλλά είμαι αρκετά σίγουρος ότι το κεραυνοβόλο με τον Φέντερερ αναπτύχθηκε με ένα running fade away backhand στον ημιτελικό του Roland Garros το 2005. Είχε χτυπήσει ήδη το μπαλάκι όταν άφησε μια κραυγή να του φύγει. Φυσικά, βρέθηκα μάρτυρας σε μια στιγμή μεγαλείου, ένα χτύπημα το οποίο έπρεπε να μην υπάρχει.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν και, θέλοντας και μη, εντρυφούσα σε αυτόν τον κόσμο, πολλές φορές αναζήτησα μέσα στις περιπλανήσεις στο youtube ένα χτύπημα, ένα αιθέριο backhand με το ένα χέρι, που ήταν τα χρόνια της αθωότητας.
Υποτίθεται ότι αυτό δεν έπρεπε να έχει συμβεί. Με τις καψούρες ξεμπερδεύεις από μικρός, μάξιμουμ στο μέσο της εφηβείας, τις βάζεις στο βάθρο και ξεμπερδεύεις. Ό,τι και να γίνει από εκεί και ύστερα, είναι αδύνατον να αντικατασταθούν.
Κάπως έτσι δεν υπάρχει δίλημμα για το αν ο Μάικλ Τζόρνταν είναι ο κορυφαίος όλων των εποχών στο μπάσκετ. Δεν θα ήταν πρόβλημα να μπω σε μια συζήτηση με τον ΛεΜπρόν ως έτερο υποψήφιο, αλλά ό,τι κι αν συνέβαινε δεν θα άλλαζα γνώμη.
Η επιχειρηματολογία υπέρ του Τζόρνταν είναι αρκετά ισχυρή αυθύπαρκτα, αλλά το πραγματικό επιχείρημα είναι ότι πριν τα 10, ο Τζόρνταν ήταν ο πρώτος που γνώρισα από το NBA. Είδα, με δύο μάτια που δεν είχαν συναντήσει ξανά κάτι αναγεννησιακό, έναν άνθρωπο να πετάει. Έναν μαύρο άνθρωπο να υπερίπταται, παρ’ ότι είναι πάντα το περιμετρικό που σε κερδίζει.
Με τον Τζόρνταν ήταν τα βήματα, ο τρόπος που έβαζε τα χέρια στα γόνατα, η ασπροκόκκινη φανέλα, οτιδήποτε οδηγούσε στη δράση και όχι αυτή καθαυτή. Η πτήση ήταν αποτέλεσμα μιας περιστροφής, μιας προσποίησης με τα χέρια, ενός παιχνιδιού με θύμα τον αμυντικό.
Ακόμα και όταν πήγε στο ποστ, ήταν υπέροχο να τον βλέπεις να πέφτει με την πλάτη πάνω στον αμυντικό και να την απομακρύνει, δίνοντας στον εαυτό του άφθονες επιλογές.
Ο Τζόρνταν έχει αποδειχθεί ψυχοπαθής, αλλά ένα βροχερό μεσημέρι Σαββάτου το 1997, παρακολουθούσαμε με τον πατέρα μου μαγνητοσκοπημένο ένα παιχνίδι των Μπουλς με τους Ατλάντα Χοκς, που, είναι δύσκολο να το πω αυτό, εννοείται πως δεν γνωρίζαμε πόσο είχε έρθει και δεν θα το μαθαίναμε παρά παίρνοντας την εφημερίδα της Δευτέρας.
Το νούμερο 23 έπαιζε χάλια και με ρώτησε -όχι επειδή με θεωρούσε ειδήμων, αλλά πιθανότατα διότι ήθελε να μοιραστεί μια στιγμή με το γιο του- τι επρόκειτο να γίνει στο παιχνίδι. «Τι να γίνει, ρε μπαμπά; Θα πάρει ο Τζόρνταν την μπάλα και θα ευστοχήσει στο τελευταίο σουτ».
Δεν αναφέρεται επειδή αυτό συνέβη μπροστά στον Στιβ Σμιθ (ντάξει, λίγο), αλλά κυρίως για να υπενθυμιστεί το προνόμιο να παρακολουθείς έναν αθλητή που δικαιώνει τις προσδοκίες σου. Είναι θλιβερό να το θεωρείς μόνο δικό σου προνόμιο, ότι δηλαδή ουδείς άλλος αθλητής ποτέ θα ενέπνεε την ίδια σιγουριά, την ίδια βεβαιότητα για το υπεράνθρωπό του σε έναν πιτσιρικά, αλλά είναι νομοτελειακό να νομίζεις ότι η δική σου αισθητική εμπειρία είναι ανώτερη από οποιουδήποτε άλλου.
Εκτός του Νίκου Γκάλη, που είναι αντικειμενικό. Τέτοια είναι η βαθμίδα της πεποίθησης, που στις συγκρίσεις και τις λίστες με τους κορυφαίους δεν γίνεται καν κόπος να εισέλθει. Υπάρχει εξ ορισμού και δεν πιάνει καν θέση.
Κατά το μέσο της τρίτης δεκαετίας της ζωής, λοιπόν, οπωσδήποτε δεν θα περίμενες ότι ένα ερωτικό κύμα θα σε έφερνε στο κατόπι ενός αθλητή με τρόπο που η παραδοχή να γίνεται άνευ όρων. Φυσικά, η λαχτάρα για τη ζωή δίνει συνεχώς υπόβαθρο, σου αρέσουν πράγματα, μουσικές, ταινίες, αλλά δεν φτάνεις σε αυτήν την εμβρυακή κατάσταση που να νιώθεις ότι η δική του παρουσία έχει άμεση εξάρτηση με τη ζωή του.
Δεν επρόκειτο για αρέσκεια, αλλά για σύνδεση. Φυσικά, αρχίζει από το να σε ελκύει αυτό που βλέπεις. Και τι περισσότερο θα γινόταν να επιζητηθεί από κάποιον που μοιάζει να μην ιδρώνει σε ένα παιχνίδι που απαιτεί μέγιστη προσπάθεια (για παιχνίδι) σε συγκεκριμένο χώρο;
Η αρτιότητα της δικής του σύνδεσης με το χωροχρόνο και η επίγνωση ότι έχει σώμα τον κάνουν μοναδικό. Όλοι ξέρουν ότι έχουν σώμα, αλλά η αίσθηση που σου έδινε ο Φέντερερ στο κορτ, είναι ότι εξουσίαζε το κορμί του καθ’ ολοκληρία. Έχω την αίσθηση ότι σε αυτό το κομμάτι ο Τζόκοβιτς είναι ανώτερος. Όμως ο Φέντερερ υπερτερεί στην κινησιολογία και την οικειότητα που παράγει.
Όταν ο Τζον ΜάκΕνρο, ύστερα από έναν πόντο του στον τελικό του Wimbledon του 2012 απέναντι στον Άντι Μάρεϊ στο τρίτο σετ, είπε ότι «είναι σαν να μην πατάει στο κορτ, αλλά να ρέει σε αυτό», η συμφωνία έρχεται συνειρμικά. Εκείνος κάθεται στα δημοσιογραφικά θεωρία, εσύ στριμάρεις και βλέπετε το ίδιο πράγμα.
Δεν ήταν καν εκείνη η στιγμή που σκέφτεσαι ότι πρόκειται να κατακτήσει το 17ο Major του και πρώτο ύστερα από 2,5 χρόνια, μετά, δηλαδή, το Australian Open του 2010. Ο Φέντερερ ισοφαρίζει τα σετ σε 1-1 με ένα τρομακτικό drop volley, το οποίο είναι εκθαμβωτικός πόντος από μόνος του, αλλά είναι και το πρώτο καρφί στο φέρετρο.
Το «τετέλεσται» βγαίνει πολύ φυσικά σε κάθε τέτοια περίπτωση. Δεν επρόκειτο απλώς για έναν κυριαρχικό αθλητή, αλλά για κάποιον που, στο ρυθμό του, δεν θα άφηνε οποιαδήποτε αμφιβολία για το τετελεσμένο του ανταγωνισμού και τα παιχνίδια του θα υπάγονταν σε ένα διαγωνισμό ομορφιάς.
Τα παιχνίδια του, ακόμα και τελικοί, άλλωστε στο τένις η μορφή του νοκ άουτ μπορεί να καταστήσει οτιδήποτε σημαντικό, αποκτούσαν τέτοια κλίση, που για το διάστημα ενός σετ, περίπου ενός τετάρτου, θα βρισκόταν παντού. Θα συνδύαζε ένα backhand με ροπή προς τα πίσω με ένα drop shot σε επιστροφή σερβίς και θα έβγαζε δύο άσους που έμοιαζαν με το νυστέρι στο χέρι του Γιακούμπ.
Ύστερα, θα έριχνε ένα forehand στην ευθεία ως σουτ προσέγγισης και όταν ο αντίπαλος, σχεδόν αναγκαστικά, θα έπαιζε ένα slice πολύ κοντά στο φιλέ, με το μπαλάκι να χάνει την ταχύτητά του, ο Φέντερερ θα περίμενε μέχρι να φτάσει στο ύστατο σημείο, ώστε ο τενίστας από την άλλη πλευρά του φιλέ να διαλέξει μεριά, για να την ρίξει από την άλλη.
Παρήγε όντως εκείνο το στερεοτυπικό λεκτικό σχήμα που αφορά στη γάτα και το ποντίκι. Δυνητικά, η κίνηση του μπροστινού ποδιού της γάτας, που στριφογυρίζει το υποκείμενο το οποίο μοιραία θα βρει ένα άσχημο τέλος, ταίριαζε ασορτί με ό,τι έκανε ο Φέντερερ όταν ένιωθε το κορμί του χαλαρό και τα χέρια του να υπακούν τον ελικοειδή εγκέφαλό του.
Η επίκληση στο μπαλέτο δεν είναι άτοπη. Όταν η Ναταλία Οσίποβα ξεκίνησε τα άλματα με τα πόδια τεντωμένα στον «Καρυοθραύστη», ο θεατής προφανώς εκτιμά τις ικανότητές τους με βάση και με αυτά που μπορεί να φανταστεί ότι ισχύουν. Η Ρωσίδα είναι αέρινη, πάνω από το έδαφος την θαυμάζεις πανίσχυρη, να καθορίζει τα νήματα των αμφιβληστροειδών και τις καρδιακές αρτηρίες.
Οι ορμόνες εγχέονται στο χώρο, είσαι ένα άθυρμα ενώπιον του θαύματος, αλλά γίνεσαι σχεδόν καρικατούρα του εαυτού σου όταν προσγειώνεται. Λες και πέφτει πάνω σε ένα σύννεφο, τα πόδια της δημιουργούν την ψευδαίσθηση ότι δεν έχουν προσπαθήσει πολύ, πως στην πραγματικότητα δεν έφυγαν ποτέ από το μέρος στο οποίο βρίσκονται.
Ο αναγνώστης που έχει φτάσει ως εδώ δεν γίνεται να πιστέψεις ότι ο παραληρηματικός γραφιάς δεν βρίσκεται σε καθεστώς ακραιφνούς ρομαντισμού, ο οποίος στο πρώτο επίπεδο είναι πάντα ανοίκειος και, αν και θα ήταν αναμενόμενο να βρίσκει αποδοχή, διαπιστώνεται ότι λαμβάνεται με αμυντική στάση, αλλά δεν είναι έτσι.
Η αδυναμία του δέκτη, που είναι το σημαντικότερο ζήτημα αυτού του εγχειρήματος, δεν πρέπει να προσδιορίσει τον τρόπο της περιγραφής. Πράγματι, η εξέταση αφορά στην ίδια την εξάρτηση, αλλά η κατάσταση δεν παύει να είναι όμορφη εξαιτίας του τρόπου επιρροής της. Τουναντίον, θα υπήρχε ως ένα αρμονικό κειμήλιο αν δεν γινόταν η προσπάθεια να μπει το δάχτυλο στο βάζο με το μέλι.
Ένας πόντος του Φέντερερ, ο δικός μου αγαπημένος σε όλη την καριέρα του, είναι καθώς πρέπει παράδειγμα. Βεβαίως, το παιχνίδι δεν είναι σημαντικό, αφού στην εξέλιξή του ο Ελβετός υπήρξε καταστροφικός, αλλά στην επιγραφή έχει τη σημασία του.
Πρόκειται για τον ημιτελικό του Wimbledon το 2006, του τουρνουά, δηλαδή, που ο Φέντερερ βρέθηκε στην καλύτερη κατάσταση της καριέρας του.
Θα έκλεινε τα 25 σε ένα μήνα και όδευε ήδη για το έβδομο Major του. Τόσα πήρε σε όλη την πορεία του ο Ιβάν Λεντλ, ο ΜάκΕνρο είχε ένα περισσότερο. Ο Φέντερερ έκανε το τουρνουά να μοιάζει εύκολο, με τρόπο που δεν είχε σημασία σε ποιο σημείο της βρισκόταν η διοργάνωση.
Οι Άγγλοι είχαν κανονίσει τον τελικό τη δεύτερη Κυριακή του Ιουλίου, δηλαδή ανήμερα του τελικού του Παγκόσμιου Κυπέλλου, που θα κατέληγε στην κουτουλιά του Ζινεντίν Ζιντάν στον Μάρκο Ματεράτσι.
Ο Γιόνας Μπιόρκμαν ήταν ένας τενίστας παλιάς κοπής, ρέκτης του serve and volley. Ήταν ένας καλός, αξιόπιστος τενίστας, που είχε φτάσει στην οροφή του με την παρουσία στα ημιτελικά του US Open το 1997 και την ήττα του από τον Αμερικανό Γκρεγκ Ρουντέτσκι.
Όμως, ηττημένος εξαρχής σε αθλητικό επίπεδο, αλλά και ικανοτήτων, ήταν ήδη 34. Αν μιλάμε για θαύματα στον αθλητισμό, το να απειλήσει τον Φέντερερ θα ήταν μεγαλύτερη έκπληξη από την κατάκτηση του Euro από τη Δανία το 1992 (για εκείνο από την Ελλάδα το 2004 η σύγκριση θα γινόταν μόνο σε περίπτωση νίκης).
Με τον Μπιόρκμαν, ο Φέντερερ έκανε παρέλαση. Πήρε 6-2 το πρώτο σετ και έκανε bagel στο δεύτερο, 6-0. Στο τρίτο, έκανε νωρίς το μπρέικ και με το σκορ στο 2-1 και στο 15-15 στο τέταρτο γκέιμ, σέρβιρε.
Ο Σουηδός ήθελε να ρίξει την επιστροφή βαθιά προς την εξωτερική γραμμή και στο σώμα του. Κατά κύριο λόγο το κατάφερε, αλλά τα αντανακλαστικά του Ελβετού τού επέτρεψαν να περάσει την μπάλα πάνω από το φιλέ με ένα forehand που χτύπησε από πολύ χαμηλά, σχηματίζοντας ένα μπούμερανγκ ώστε, με τη δύναμη που είχε το μπαλάκι από την επιστροφή, να φύγει ευθεία.
Ο Μπιόρκμαν ήταν, όπως συνέβαινε σε όλο το παιχνίδι, εκτός θέσης. Με τον Φέντερερ να κερδίζει λίγο χώρο στη δική του μεριά του κορτ, έτρεξε προς το μπαλάκι και, προσποιούμενος ένα διαγώνιο backhand, έπαιξε slice στην ευθεία.
Ο Φέντερερ έκανε μια προσποίηση ότι επρόκειτο να ανέβει στο φιλέ. Νυχοπατώντας λες και όντως ήταν γάτα, αντάμωσε με το μπαλάκι πριν σκάσει και, με το εσωτερικό της ρακέτας του, έπαιξε διαγώνιο βόλεϊ.
Ο καταδικασμένος να χάσει Σουηδός βρέθηκε πάλι στην αντίθετη πλευρά και έσπρωξε το μπαλάκι με τη ρακέτα του στην ευθεία. Του έδωσε όση δύναμη έπρεπε ώστε να το στείλει στο πίσω μέρος του κορτ του Φέντερερ και να το στείλει πίσω από το πεδίο που βρισκόταν.
Η πρώτη πράξη στην παραλλαγή του «Κίρτι», στον «Δον Κιχώτη», είχε αρχίσει. Ο Φέντερερ ένα υπέροχο βήμα προς τα πίσω, περνώντας ανεπαίσθητα το δεξιό πόδι του μπροστά από το αριστερό και έπαιξε backhand με ανάποδο φάλτσο στην μπροστινή μεριά της περιοχής φύλαξης του Μπιόρκμαν.
Ο Σουηδός δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί, αν και φαινομενικά τον βόλευε. Το μπαλάκι έσκασε και, με τον τρόπο που ο Φέντερερ το χτύπησε, στην αναπήδηση το ύψος, και όχι το μήκος, ήταν ο κερδισμένος. Ο Μπιόρκμαν απάντησε με ένα επιθετικό slice, πάλι σε βάθος και προσπάθησε στο κέντρο του φιλέ, προσπαθώντας να αποκτήσει τον έλεγχο στις γωνίες του.
Ήταν αργά. Ο Φέντερερ έτρεξε διαγώνια και πίσω προς το μπαλάκι και, βλέποντας τον Μπιόρκμαν να ανεβαίνει προς το κέντρο του φιλέ, επιχείρησε ένα running forehand στην ευθεία, το οποίο πέρασε δίπλα από τον Σουηδό.
Ο τελευταίος δεν είχε καταλάβει πόσο χώρο είχε αφήσει ακάλυπτο και πως δεν ανάγκασε καν τον Ελβετό να παίξει ένα τέτοιο χτύπημα. Ήταν μέρος της παγίδας, η οποία αποκαλύφθηκε αφού πρώτα ο Σκανδιναβός είχε πειστεί ότι ο Φέντερερ ήταν αναγκασμένος να αυτοσχεδιάσει και γι’ αυτό βρισκόταν σε δύσκολη θέση.
Ένα άλλο παράδειγμα, λίγο πιο σύντομο, είναι εκείνο στον ημιτελικό του Wimbledon το 2015 με τον Άντι Μάρεϊ. Ο Φέντερερ τότε είχε ανακαλύψει το SABR, δηλαδή το ανέβασμα στο μπροστινό μέρος του κορτ του κατά τη διάρκεια του σερβίς του αντιπάλου, προκειμένου να βρει το μπαλάκι χαμηλά και να τον αιφνιδιάσει, αφού χρησιμοποιούσε τη δύναμη του πρώτου χτυπήματος για την επιστροφή.
Δεν ήταν τέτοια περίπτωση. Ο Φέντερερ είχε πάρει τα δύο πρώτα σετ με πανομοιότυπο τρόπο, 7-5, και ο Μάρεϊ σέρβιρε με το σκορ στο 5-4 και 15-0 υπέρ του Φέντερερ, δηλαδή στο δέκατο γκέιμ. Επέλεξε να ρίξει το μπαλάκι στο forehand του Ελβετού, αλλά στην εσωτερική γραμμή, ώστε να τον βγάλει εκτός ισορροπίας.
Ο Φέντερερ επέλεξε μια επιστροφή στο κέντρο του κορτ, ώστε ο Μάρεϊ να μπορεί να παίξει το forehand αλλά όχι να τεντώσει το χέρι για να κάνει επαφή με τη μέγιστη ισχύ. Ο Μάρεϊ έστειλε στην μπάλα στα αριστερά του, κοντά στην εξωτερική γραμμή.
Παραμένοντας εκτός ισορροπίας, ο Ελβετός έπαιξε ένα από τα περίφημα squash shots, δηλαδή φέρνοντας τη ρακέτα σε μια ευθεία από πάνω προς τα κάτω, ώστε να κάνει επαφή με το μπαλάκι αλλά χωρίς το χέρι του να επιλέγει πού θα το στείλει.
Το χτύπημα έδωσε ψηλοκρεμαστή τροχιά και εκεί ο Μάρεϊ έκανε το λάθος. Για να παίξει ένα βόλεϊ πριν το μπαλάκι σκάσει κάτω, το σώμα του πήρε κλίση προς τα αριστερά, αφήνοντας ακάλυπτο το δεξιό μέρος του κορτ. Ο Φέντερερ, αναγνωρίζοντας ότι ο Σκωτσέζος βρισκόταν σε μία θέση που μπορούσε να παίξει μόνο διαγώνια, έτρεξε προς τη δική του αριστερή πλευρά.
Το χτύπημα ήταν γεμάτο. Παγώνοντας το βίντεο, κάποιος μπορεί να παρατηρήσει ότι, ενώ ο Φέντερερ τρέχει προς τα αριστερά, έχει τεντώσει ήδη το χέρι: έχει σκεφτεί πώς θα αφήσει το μπαλάκι να φύγει.
Ο Μάρεϊ είναι, πια, έντρομος. Καταλαβαίνει ότι ο Φέντερερ, όχι μόνο προλαβαίνει να κάνει επαφή παίρνοντας την μπάλα ψηλά αλλά, θα στείλει το backhand του στην ευθεία, η οποία είναι η δική του ακάλυπτη πλευρά. Τρέχει διαγώνια και μπροστά, ώστε να καλύψει αυτόν το χώρο.
Κούνια που τον κούναγε. Ο Ελβετός δεν χρειάζεται να τον δει για να καταλάβει τι θα κάνει. Υποκρίνεται ότι θα κάνει απλώς επαφή με το μπαλάκι. Ο τελευταίος διασκελισμός του γίνεται ταυτοχρόνως με το χτύπημα, ώστε τα πόδια του, το αριστερό με την ώθηση και το δεξιό με το πάτημα, να γίνουν η κεντρομόλος δύναμη.
Μόλις χτυπάει στη ρακέτα, στρίβει τον καρπό του δεξιού χεριού του. Το χτύπημα είναι διαγώνιο και περνάει δίπλα στον Μάρεϊ, που το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να χαμηλώσει το κεφάλι. Είναι έρμαιο της διάνοιάς του. Το είχε ήδη αντιληφθεί, αλλά έχει γίνει πλέον απόδειξη ότι η ανθρώπινη προσπάθεια δεν φτάνει για να ανταγωνιστείς τον Φέντερερ στο Wimbledon. Με μπρέικ σε εκείνο το γκέιμ, ο Ελβετός παίρνει την πρόκριση για ακόμα έναν τελικό.
Σε εκείνο το Major, και παρ’ ότι πάει για τα 34, ο Φέντερερ είναι σχεδόν παντοδύναμος. Στα έξι παιχνίδια του έχει χάσει ένα σετ, από τον Αυστραλό Σαμ Γκροθ στον τέταρτο γύρο, και αυτό στο τάι μπρέικ. Άλλο τέτοιο στη διοργάνωση δεν έχει παίξει.
Στον τελικό με τον Νόβακ Τζόκοβιτς, είναι φαβορί. Κάθε φορά που έπαιζε με τον Ναδάλ, εξαιρουμένων των τελικών του Roland Garros, και τον Τζόκοβιτς ήταν φαβορί. Ένα σχόλιο ενός Αμερικανού δημοσιογράφου στον ημιτελικό του Australian Open το 2012 είναι ενδεικτικό.
«ΟΚ, ο Φέντερερ θα νικήσει. Αλλά η τακτική του φαίνεται ότι βολεύει τον Ναδάλ».
Ο λόγος επιδέχεται πολλές ερμηνείες, αλλά κάθε φορά είναι εκείνη που του δίνεις. Ο Φέντερερ ήταν προορισμένος για να νικήσει. Παρακολουθούσες τους δύο αντιπάλους, ο ένας σφάδαζε και στον άλλον δεν ακουγόταν καν η ανάσα. Ο ένας υπέφερε και ο άλλος δεν ίδρωνε καν. Ο ένας έπρεπε να στείλει τα χτυπήματά του σε απάνθρωπα, για πομπό, σημεία, και ο άλλος πειραματιζόταν με τα σερβίς του και τα drop shot και όταν η ρακέτα δεν τον υπάκουε, βρισκόσουν ενώπιον μιας εξαίρεσης.
Ο Φέντερερ θα νικούσε τον Ναδάλ και τον Τζόκοβιτς, αλλά δεν τους νικούσε. Ξεκινούσε ένα παιχνίδι κρατώντας στο love τους αντιπάλους του στο σερβίς του, ενώ ο ίδιος είχε ευκαιρίες για μπρέικ. Πετούσε στο κορτ ενώ εκείνοι στραγγαλίζονταν. Και έπειτα έφτανε το 11ο γκέιμ και έριχνε ένα forehand στο φιλέ, δεν έβρισκε την μπάλα σε ένα βόλεϊ και ο Ναδάλ και ο Τζόκοβιτς μπορούσαν να σπάσουν μία φορά το σερβίς του ενώ δεν είχαν πλησιάσει εκεί και… άσ’ τα να παν στο διάολο.
Επαναλαμβανόταν το ίδιο. Ένας τύπος που, με μια επίγνωση στο όριο της φαντασιοπληξίας αρνούνταν να αλλάξει την τακτική του για οποιονδήποτε, απέναντι σε δύο μονότονους δολοφόνους που ο ίδιος δημιούργησε -και οι οποίοι ήταν αρκετά δυστυχισμένοι για να μη νοιάζονται για το γεγονός ότι δεν γινόταν, ενώ μπορούσαν, να είναι και εκείνοι καλλιτέχνες.
Τι στο καλό; Θα ήταν σαν να προκαλούσες τον Βίνσεντ βαν Γκογκ για το ποιος θα ζωγράφιζε το ωραιότερο αμπέλι.Το παράδειγμα του Ολλανδού ζωγράφου ήταν τυχαίο, αλλά συνάδει: ο συγγραφέας του «Θαυμαστού καινούργιου κόσμου», Άλντους Χάξλεϊ, είχε πει πως δεν καταλάβαινε Χριστό από τους πίνακές του μέχρι που ήπιε όπιο.
Ο θεατής, παρακολουθώντας τον Φέντερερ να παίζει, ήταν απλώς μαγεμένος, λες και είχε πάρει ναρκωτικά. Ήταν μια αληθινά εξώκοσμη εμπειρία. Ο Βαν Γκογκ, επιληπτικός, απείλησε το φίλο και συνάδελφό του, Πολ Γκογκέν, με ένα μαχαίρι στις 23 Δεκεμβρίου του 1988, πριν το στρέψει στον εαυτό του και κόψει το κάτω μέρος του αυτιού του.
Η αυτοκαταστροφή του Φέντερερ ήταν ότι δεν εκπόνησε από νωρίς ένα σχέδιο αναχαίτισης του Ναδάλ και ενδεχομένως του Τζόκοβιτς. Όταν προσάρμοσε το backhand του για τον πρώτο και το χτύπησε περισσότερο φλατ και λιγότερο με top spin, η διαφορά ήταν τεράστια: πήρε έξι νίκες στα τελευταία εφτά παιχνίδια του.
Με τον Σέρβο δεν κατάφερε να βρει τρόπο, ιδίως από το 2014 και ύστερα. Ίσως δεν ήθελε να κάνει εκπτώσεις στο παιχνίδι του ή, αυτή είναι μια άβολη διαπίστωση, δεν μπορούσε. Ο μόνος που έχει πραγματικά εκθέσει τον «Νόλε» στην καριέρα του είναι ο Σταν Βαβρίνκα, αλλά αυτό έγινε μέσω της δύναμης και βαριών χτυπημάτων που ο Φέντερερ χρησιμοποιούσε στο πλαίσιο της ανάγκης και όχι μιας πάγιας τακτικής.
Ειρήσθω εν παρόδω, στο πλαίσιο της επαγγελματικής ιδιότητας και της ωριμότητας, δεν ήμουν αρκετά ανθεκτικός ώστε να δω το τελευταίο γκέιμ εκείνου του ματς στη Μελβούρνη, το ’12, όπου ο Ναδάλ νίκησε 3-1 σετ. Δεν θα πω ότι υπεκφεύγω του πόνου, αλλά από τη στιγμή που η εσωτερική ντροπή για εκείνη την ευθύνη που δεν πήρα δεν ήταν αρκετή για να μου δημιουργήσει υπαρξιακό πρόβλημα, το ξανάκανα, αν και όχι κάθε φορά που τα πράγματα πήγαιναν στραβά.
Ήταν επώδυνο να παρακολουθείς την εξέλιξη ενός παιχνιδιού που θα καταλήξει σε ήττα, κάτι που ξέρεις από το πρώτο σετ, ενώ έχει κάνει ένα slice winner στην ευθεία και έχει προσποιηθεί το drop shot μόνο για να σπρώξει το μπαλάκι στο βάθος του κορτ του αντιπάλου, που εκείνη τη στιγμή όδευε προς το φιλέ.
Σε άτακτη φυγή τράπηκα τον Ιούλιο του 2019, στα γραφεία της εφημερίδας που εργαζόμουν. Ο Φέντερερ είχε δύο match points απέναντι στον Τζόκοβιτς για να κατακτήσει το Wimbledon. Ήταν ο πρώτος τελικός που, στην περίπτωση που έφταναν οι τενίστες στο 12-12, θα γινόταν τάι μπρέικ στο πέμπτο σετ.
Ο Φέντερερ είχε την ευκαιρία να το κατακτήσει κανονικά. Προηγήθηκε 40-15 στο 8-7 του πέμπτου σετ. Έτρεξα και παρακολούθησα τον έναν από τους δύο. Όταν τον έχασε και ο Τζόκοβιτς έφτασε στο 30, επέστρεψα στο γραφείο δήθεν επειδή είχα δουλειά και, με γουρλωμένα τα μάτια, περίμενα την καταστροφή.
Μπορεί να άργησε να έρθει και να εξεπλάγην από το γεγονός ότι κράτησε το σερβίς του σε ακόμα τέσσερις περιπτώσεις, αλλά η αντίδραση ήταν χαρακτηριστική. Δεν είμαι μόνο εγώ. Φίλος δεν παρακολούθησε το πέμπτο σετ του τελικού του Australian Open το 2017, επειδή έκανε βόλτες.
Αυτό ήταν πάντα το προκείμενο. Μία αντίδραση που υποδηλώνει παθογένεια και θα γινόταν άνετα θέμα σε ένα συνέδριο ψυχιάτρων.
Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι οριακές καταστάσεις, μια κάποια έλλειψη θάρρους και γενναιοδωρίας, η δυσκολία εκτίμησης της στιγμής, το γεγονός ότι ήταν σαν να μην υπάρχει και να βρισκόμαστε όλοι εμείς που απλώς ήταν μέρος της ζωής μας με τρόπο ανθυγιεινό, πειράζοντας και επηρεάζοντας μια καθημερινότητα που έχει πολλούς set points, αλλά κανέναν match point, στη θέση του.
***
Ο Ρότζερ Φέντερερ σταμάτησε το τένις στις 24 Σεπτεμβρίου του 2022. Ήταν ξημερώματα Σαββάτου και ακόμα και στην «Ο2» του Λονδίνου το ρολόι είχε περάσει τα μεσάνυχτα. Η αγγλική πρωτεύουσα τον λάτρεψε ως κοσμοπολίτη και αρτίστα, δύο ιδιότητες που δεν απαντώνται συχνά μαζί.
Όλες οι πόλεις του κόσμου τον αγκάλιασαν και ο ίδιος τις φώτισε με την παρουσία του. Ένα ατακτοποίητο δωμάτιο στο Γαλάτσι δεν θα γινόταν εξαίρεση από τον κανόνα.
Πάντα αναρωτιόμουν πώς είναι δυνατόν να παρακολούθησες ένα παιχνίδι του Ρότζερ Φέντερερ, το πρώτο σου, να ήσουν αυτόπτης μάρτυς ενός θαύματος και να μην έκανες βαρύ πυρετό από την απόγνωση που προκαλεί η ομορφιά.
Όπως η Άννα Καρένινα, θα μπορούσες να πεις στον εραστή σου «με κατέστρεψες» και να είσαι ευτυχισμένη, μερικές στιγμές πριν περάσει το τρένο. Ο πρωταθλητισμός έχει πολλές πίκρες, γίνεται σχεδόν απάνθρωπος όταν υποστηρίζεις κάποιον τόσο σπουδαίο.
Το στομάχι δένεται κόμπο, επειδή κάθε ήττα της ομορφιάς φαντάζει ως ήττα της ζωής. Ο Φέντερερ ήταν το πλάνο της Λιβ Ούλμαν στην «Περσόνα». Ολότητα, εναλλαγή σκότους και μη σκότους, φωτός και μη φωτός. Ένα παγκόσμιο φαινόμενο που διαιρέθηκε σε μικρούς μικρούς κόκκους και που η καλή νεράιδα τούς έβαλε δίκην ένεσης στην καρδιά μας.
Υπήρξε πλάνος, αλλά, σε αντίθεση με το τραγούδι της σειρήνας, δεν μας κατασπάραξε. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά από κάποια μεριά, την ώρα που ευχόμουν να σταματήσει το τένις το… 2010, τον έβλεπα να περιμένει να περάσει η μπόρα και να επιστρέψω σε εκείνο το καρδιακό καθεστώς που η μεγαλοπρέπειά του στο κορτ είχε δημιουργήσει.
Χαμογελούσε όταν αποφάσισα να μη δέχομαι ποδοσφαιρικούς όρους εξαιτίας μου και με κοίταζε σκωπτικά όταν του έλεγα ότι «καλό είναι το τένις, αλλά εντάξει, όταν φύγεις δεν θα ξαναδώ».
Με ευχαριστούσε όταν ξυπνούσα μαύρα χαράματα για να δω τα παιχνίδια του στην Αυστραλία και σήκωνε τον αντίχειρά του απέναντι στο ήρεμο βλέμμα μου στις παραστάσεις που έδινε, με αντιπάλους που ήταν αδύνατον να κάνουν οτιδήποτε απέναντί του.
Αυτό το κείμενο πρέπει να τελειώσει και δυστυχώς δεν ξέφυγε από την αταξία που δημιούργησε η ψυχική τρικυμία. Σχεδιαζόταν ελαφρώς για χρόνια, αλλά γράφτηκε μόνον τις τελευταίες μέρες και ξέρω ότι θα το δημοσιεύσουν με βαριά καρδιά.
Όταν διάβασα το «Federer as religious experience» του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, βρέθηκα ενώπιον πονήματος πραγματικού συγγραφέα, που τήρησε απαρέγκλιτα όλους τους όρους της συγγραφής και μόνο σε ένα μικρό βαθμό, με σεβασμό προς τους αναγνώστες του, έβγαζε τα σώψυχά του.
Ίσως, αν ξεσπούσε, δεν θα έπαιρνε την απόφαση για την κεβορκιανή βουτιά στο βάλτο της Στύγας δύο χρόνια μετά. Ίσως έδινε, έστω και ετεροχρονισμένα, όση ενέργεια χρειαζόταν ο Φέντερερ για να κάνει ολοκληρωτικό come back στον τελικό του Wimbledon το 2008.
Ενδεχομένως εκείνες τις στιγμές, που στο κεντρικό κορτ σουρούπωνε και οι τενίστες αρνούνταν να παραδοθούν, να χρειαζόταν όποια δύναμη ήταν εκείνη τη στιγμή εύκαιρη, ακόμα και εκείνες που κρύβονταν στο χρονοντούλαπο.
Εδώ, δυστυχώς, δεν αποφεύχθηκε το μεμουάρ, η κραυγή ενός παλαβού θαυμαστή που βρέθηκε στην ατυχή θέση η ζωή του να προσδιορίζεται και από στιγμές που συνέβαιναν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, επειδή από μικρό παιδί αγάπησε την αίσθηση του κινηματογράφου και της εικόνας ως ψεύδους, ενός ιδεατού κόσμου που η εξωτερίκευση συνεπαγόταν λύτρωση και όχι αδυναμία.
Φαντάζει ανησυχητικό, αλλά στην ούγια η προσέγγιση στη βάση του υπαρξιακού είναι λανθασμένη. Το κάλλος δεν έχει ηθικές καταβολές ούτε είναι απαραίτητο να αφορά μόνο σε υψηλή τέχνη, τουλάχιστον για το κοινό αίσθημα.
Ακόμα κι αν ένας αθλητής δεν θα μπορούσε να περιγραφεί ως ο προφήτης της ευμορφίας, ο αρχιερέας της συμμετρίας, η μόνη διαφορά του από έναν πίνακα που συγκινεί είναι πως κι όμως κινείται. Και το κάνει λες και ένα φωτοστέφανο υπάρχει διαρκώς πάνω από το κεφάλι του, ακόμα κι αν σπάει ρακέτες ή μιλάει με έντονο ύφος σε διαιτητές και αντιπάλους.
Ο Ρότζερ Φέντερερ σταμάτησε το τένις. Οι σπουδαίοι ανταγωνιστές του του φέρθηκαν εκπληκτικά. Το πλάνο του Τζόκοβιτς να κρατιέται να μην κλάψει, σφίγγοντας τα δόντια και σκύβοντας το κεφάλι, είναι θαυμάσιο, όχι μόνο επειδή υποθέτεις ότι σκέφτεται τη συνέχεια της δικής του καριέρας, αλλά διότι φαντάζεσαι πως θεωρεί εαυτόν θαυμαστή.
Είναι και για εκείνον, όπως για τον Ναδάλ, ένα ψυχικό κενό, μια ζωή ολόκληρη. Τον συνάντησε για πρώτη φορά στο Australian Open του 2007, ένα τουρνουά που ο Φέντερερ κατέκτησε χωρίς να πάρει σετ. Ένα χρόνο μετά, τον νίκησε στο ίδιο κορτ, στον ημιτελικό, στην πορεία για το πρώτο Major της καριέρας του.
Η αδημονία για τις αναμετρήσεις, οι κουβέντες, η επαφή στο τουρ, ακόμα και οι εγγενείς αδιαφορίες, δεν στάθηκαν εμπόδιο στο δυσβάσταχτο κενό.
Κι αν δεν έχασε η βενετιά βελόνι για το τένις, ο Φέντερερ θα λείψει από όλο το αθλητικό οικοσύστημα. Οι στιγμές που δεν πρόκειται να επιστρέψουν για εκείνους που τον ερωτεύτηκαν και πόθησαν να ξεδιψάσουν τα ξηρά από το τρόπον τινά επαναλαμβανόμενο πάνω του μάτια τους, δημιουργούν μελαγχολία που γίνεται η δίδυμη αδελφή της στενοχώριας.
Είναι το τέλος αυτής της θρησκευτικής εμπειρίας για τους οδηγούς των λεωφορείων, το τέλος του «stop it!» ύστερα από ακόμα έναν υπέροχο πόντο, που οδήγησε σε ένα θαυμαστό νέο κόσμο. Ένα πίνακα που δεν χρειάστηκε όπιο για να ψυχαγωγήσει τους επισκέπτες του, αφού δημιουργήθηκε μπροστά στα μάτια τους.
Ο Ρότζερ Φέντερερ έγινε η ακλόνητη φιγούρα του παγκόσμιου αθλητισμού. Αλλά μόνο ανάμεσα στους μπρέικ πόιντς του Ναδάλ και τους δικούς του championship points διευθετείται η συναισθηματική εξάρτηση. Ανάμεσα στα drop shot, όπως εκείνο που έκανε στο Wimbledon με την εσωτερική πλευρά της ρακέτας, τα squash shots και τις λόμπες.
Η κλήση δεν ενέχει διαφορετικότητα. Η αποχώρηση ενός σπουδαίου πρωταθλητή είναι ο κοινός παρονομαστής.
Όσοι υπέφεραν, όμως, ξέρουν ότι είναι πολλά περισσότερα. Σε αυτήν την τρόπον τινά νουβέλα έγινε η πρόθεση να εξηγηθούν. Αν δεν έγινε κατορθωτό, θα πρέπει να υπάρξει ταύτιση με τον Άντι Μάρεϊ, που, κλαμμένος, μετά τον τελικό του Wimbledon το 2012, είπε: «Μπορώ να κλαίω σαν τον Ρότζερ. Τι κρίμα που δεν μπορώ να παίζω όπως αυτός».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Υπεράνω Όλων: Δεν τρώει όλος ο κόσμος το «σανό» που σερβίρουν!
- Solidarity UEFA: Το ποσό που θα πάρουν οι ελληνικές ομάδες
- Αποκάλυψη για Ρονάλντο: «Ο Μουρίνιο τον κάλεσε για να τον φέρει στην Φενέρμπαχτσε»
- Παναθηναϊκός Παρασκήνιο: Παπαδημητρίου κατά... Τζαβέλλα
- Ρουί Βιτόρια: Αυτό είναι το πλάνο του για τον Τάσο Μπακασέτα